ΘΕΣΣΑΛΙΑ
μ' ένα λιγνό αγόρι
για ώρα περπατήσαμε να κρυφτούμε
σε τόπο ατέλειωτο, χωράφια.
και πέσαμε σε στεγνό χανδάκι, αναμμένοι,
όπου τα χάδια μας αφή χώματος,
τα ξερά φιλιά μας γεύση χώματος,
η ανάσα μας μυρουδιά χώματος.
αλλά πλατιά σαν τον ουρανό σου,
Θεσσαλία, βαθιά τα ξεσπάσματα ηδονής:
του αγοριού η οργή σαν ήλιος θερισμού
μέσα μου να οργώνει, να οργώνει,
και σαν άνθος να σκάει!
ΘΟΡΙΚΟ
με ένα ασημένιο νόμισμα
πληρώνω την παράσταση.
ελάτε δούλοι εσείς, γίνετε ηθοποιοί,
δείξτε μου τις Νεφέλες.
να θυμηθώ τί λέγανε για τη διαφθορά.
πώς τα κατάφερνε ο Σωκράτης
με ελεύθερους κι ωραίους νέους ανέξοδα.
εσύ, αγόρι μου, μείνε δίπλα μου.
η νύχτα τελειώνει,
και με αυτήν η μοναχική ολονυχτία
στις κερκίδες, περιμένοντας σε
αγόρι, από το Λάυριο.
ΚΑΙΡΙΑ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ
ανάπηρος ήταν.
κομμένα τα δυό πόδια πάνω από το γόνατο.
αργά πολύ, εκνευριστικά αργά,
σα νάνος κινείται στα αυτοκίνητα κοντά,
από παράθυρο σε παράθυρο,
στο σταυροδρόμι, και προσδοκά
οδηγοί βλοσυροί, αδιάφοροι,
να λυπούνται τα νειάτα του,
τα νειάτα σα φλόγα στο βλέμμα
τα ζωηρά σγουρά του μαλλιά
τον αγαλματένιο του κορμό
- φανατικοί και βάρβαροι χαλεπών καιρών
σαν να πέρασαν από δω, και μοχθηρά
του σπάσανε τα μέλη, την ομορφιά -
και περιμένει για λίγα νομίσματα να
δώσει εξιλέωση
σ’ όποιον νιώθει τύψεις που μπορεί και τρέχει,
που μπορεί και χαίρεται σαν χάδι το κολύμπι,
σαν έκφραση πηγαία το χορό.
τον εξαγόρασα φριχτά.
ψυχρό το δωμάτιο, έλαμψε σαν έγδυσα
ερωτικά το σώμα του, σαν φίλησα μαρμάρινους μηρούς,
τ’ ανάγλυφα τα στέρεα των κοιλιακών,
το αλμυρό το πέος με άγρια αγαλλίαση.
ζούσα, ζούσα αδήφαγη ώρα.
καυτό μεσημέρι τον άφησα
σε άχρωμη γειτονιά,
όπου σχολαστικά τάχα σημείωσα διεύθυνση, τηλέφωνο.
… τάχα, τάχα όλα.
και σήμερα κυνικά λίγη,
ευτελέστερη ακόμα απομετράω τη δική μου έξαρση:
στιγμιαίος οίκτος ήταν,
εικόνες από μακρινό εμφύλιο σπαραγμό,
περιέργεια έκτροπη,
που κείνη τη μέρα
τέτοιον οίστρο είχαν φέρει,
στο δεκτικό μου σώμα
τέτοια παράφορη ηδονή!...
με έτοιμα τα χρήματα, παρθένα από την τράπεζα,
δίπλα στο κρεβάτι.