Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2011


ΘΕΣΣΑΛΙΑ

μ' ένα λιγνό αγόρι
για ώρα περπατήσαμε να κρυφτούμε
σε τόπο ατέλειωτο, χωράφια.
και πέσαμε σε στεγνό χανδάκι, αναμμένοι,
όπου τα χάδια μας αφή χώματος,
τα ξερά φιλιά μας γεύση χώματος,
η ανάσα μας μυρουδιά χώματος.

αλλά πλατιά σαν τον ουρανό σου,
Θεσσαλία, βαθιά τα ξεσπάσματα ηδονής:
του αγοριού η οργή σαν ήλιος θερισμού
μέσα μου να οργώνει, να οργώνει,
και σαν άνθος να σκάει!




ΘΟΡΙΚΟ

με ένα ασημένιο νόμισμα
πληρώνω την παράσταση.
ελάτε δούλοι εσείς, γίνετε ηθοποιοί,
δείξτε μου τις Νεφέλες.
να θυμηθώ τί λέγανε για τη διαφθορά.
πώς τα κατάφερνε ο Σωκράτης
με ελεύθερους κι ωραίους νέους ανέξοδα.
εσύ, αγόρι μου, μείνε δίπλα μου.
η νύχτα τελειώνει,
και με αυτήν η μοναχική ολονυχτία
στις κερκίδες, περιμένοντας σε
αγόρι, από το Λάυριο.





ΚΑΙΡΙΑ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ

ανάπηρος ήταν.
κομμένα τα δυό πόδια πάνω από το γόνατο.
αργά πολύ, εκνευριστικά αργά,
σα νάνος κινείται στα αυτοκίνητα κοντά,
από παράθυρο σε παράθυρο,
στο σταυροδρόμι, και προσδοκά
οδηγοί βλοσυροί, αδιάφοροι,
να λυπούνται τα νειάτα του,
τα νειάτα σα φλόγα στο βλέμμα
τα ζωηρά σγουρά του μαλλιά
τον αγαλματένιο του κορμό
 - φανατικοί και βάρβαροι χαλεπών καιρών
 σαν να πέρασαν από δω, και μοχθηρά
του σπάσανε τα μέλη, την ομορφιά -
και περιμένει για λίγα νομίσματα να
δώσει εξιλέωση
σ’ όποιον νιώθει τύψεις που μπορεί και τρέχει,
που μπορεί και χαίρεται σαν χάδι το κολύμπι,
σαν έκφραση πηγαία το χορό.

τον εξαγόρασα φριχτά.
ψυχρό το δωμάτιο, έλαμψε σαν έγδυσα
ερωτικά το σώμα του, σαν φίλησα μαρμάρινους μηρούς,
τ’ ανάγλυφα τα στέρεα των κοιλιακών,
το αλμυρό το πέος με άγρια αγαλλίαση.
ζούσα, ζούσα αδήφαγη ώρα.

καυτό μεσημέρι τον άφησα
σε άχρωμη γειτονιά,
όπου σχολαστικά τάχα σημείωσα διεύθυνση, τηλέφωνο.

… τάχα, τάχα όλα.
και σήμερα κυνικά λίγη,
ευτελέστερη ακόμα απομετράω τη δική μου έξαρση:
στιγμιαίος οίκτος ήταν,
εικόνες από μακρινό εμφύλιο σπαραγμό,
περιέργεια έκτροπη,
που κείνη τη μέρα
τέτοιον οίστρο είχαν φέρει,
στο δεκτικό μου σώμα
τέτοια παράφορη ηδονή!...

με έτοιμα τα χρήματα, παρθένα από την τράπεζα,
δίπλα στο κρεβάτι.

Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2011




Η ΤΟΛΜΗ ΤΩΝ ΛΙΓΩΝ

το νεκροταφείο
έγινε νεκροταφείο λουλουδιών.
κι όμως τα μαρμάρινα μνημεία
ανθοφορούν αδιάκοπα.
για τους νεκρούς
μετά τα σαράντα
ο λόγος λίγος…

τί έκπληξη, και κόσμος νέος
συχνάζει εδώ!
αγόρια που ορφάνεψαν
και ειδικοί τώρα γίνονται
σε ταφικά στολίδια, στο άναμμα
λιβανιού.

(συνειδητά
από απέναντι
επίμονα προσπαθώ να
παγιδέψω το βλέμμα του,
αλλά μάταια,
ντρέπεται,
νωπή του ακόμα η απώλεια
έμαθα μετά).

οι πενθούντες εμείς συγγενείς και φίλοι,
είμαστε μια κοινωνία ξέχωρη,
όπου για τους νεκρούς
τα ωραιότερα χρώματα,
κατάλευκο το μάρμαρο,
χρυσά τα γράμματα.
ενώ οι ζωντανοί οι θλιμμένοι εμείς,
μ’ ενδυμασία σοβαρή
συγκρίνουμε χρονολογίες,
ξεμέθυστοι απ τη ζωή
ανακαλούμε τα νειάτα των εφήβων
που πέθαναν ογδόντα,
σοφοί, μετανοιωμένοι που τόσο λίγο τελικά
τόλμησαν να ζήσουν.



ΗΧΟΙ

όταν ακούω άνοιξη
τα μαλλιά σου χαϊδεύω,
και λουλούδια ρόδινα
τα φιλιά μου στον ώμο σου ανθίζουν.

όταν ακούω καλοκαίρι
στα μάτια σου έναν κόσμο θάλασσα κλείνω,
πόθο, και τα χέρια μου την άμμο
σκάβουν σκάβουν βαθειά.

όταν ακούω τον ήλιο
όταν βλέπω τα μάτια σου, τα μαλλιά,
τους ώμους σου του πειρασμού,
αχ, τί φωνή να βρω να ψιθυρίσω
πνιχτά να πω:
κοντά μου έλα!



ΘΕΟΣ ΑΠΟΛΛΩΝ

ο γάμος είχε τελειώσει.
γαμπρός και νύφη, κι όσοι στενοί συγγενείς
για λίγο γύρισαν στο σπίτι
πριν ξεκινήσουν για το γαμήλιο δείπνο, το γλέντι, το χορό.
δίπλα από ψηλά, αθέατος για όλους, κοίταζα την αυλή τους
φωτεινή όσο ποτέ στο δειλινό, με φώτα πρόσθετα
και μαξιλάρια χαρούμενα στα καθίσματα.

νύφη, μητέρα και θείες μπήκαν ν’αλλάξουν,
το αγόρι μόνος του έξω, στα επίσημά του πόσο νέος!
απ τα δωμάτια φωνές του έλεγαν, κι αυτός γρήγορα
ν’ αλλάξει, μην αργήσουν και πολύ.
και μ’ ένα βλέμμα προς τα δω πάνω, σκοτεινό κι αινιγματικό
άρχισε ω πόσο αργά να ξεκουμπώνεται
να ξεκουμπώνεται…

η ζέστη της νύχτας με χτύπησε στο πρόσωπο
και είδα το στήθος του γυμνό, σχεδόν γυμνό τον
υπέροχο κορμό του, τις γραμμώσεις χεριών και
κοιλιακών εντονότατες, τα μάτια μας
διάλογο αδιέξοδο νάχουν ανάψει
και να μην ξέρω, να μην ξέρω

αν ο νεαρός αυτός
- που τρεις μόλις φορές, αρχές καλοκαιριού,
στα μύχια της νύχτας νεμήθηκα τη μέθη –
άραγε από πρόκληση, ή από αγωνία, ή μήπως σαν
υπόσχεση
γυμνώθηκε μπροστά μου,
και χαμογέλασε θεός Απόλλων.

Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2011

ΕΦΗΜΕΡΟΣ 

δίπλα μου κοιμάται ο εφήμερος σύντροφος.

γνωριζόμαστε δυό ώρες,
ψηλά απ τα βράχια πέρασε σαν ίσκιος λυγερός.
για λίγο χάθηκε.
γλυκιά αναμονή στο στόμα μου αποκύλησε
κι αφαιρέθηκα στενοχωρημένα.

μα γρήγορα ξαναφάνηκε, κι ο ήλιος έγινε φωτεινότερος
με την ομορφιά του, όπως απέβαλε αργά-αργά
επιδεικτικά αργά τα λίγα ρούχα του.
βούτηξε, σαν αρχαίο άγαλμα εν κινήσει.
κολύμπησε, ανάσκελα, το πέος του προκλητικά
ανδυόταν από τη μαγεμένη θάλασσα.
τα βλέμματά μας παιχνίδιζαν, υποσχόμενα.
βγήκε αστραφτερός θεός, τυλιχτήκαμε σε χαμόγελα
αποδοχής των πάντων, σε χάδια ανήκουστα διεγερτικά,
σε φιλιά εξοντωτικά ακραία.
ήθελα να κλάψω από ηδονή,
να ταπεινωθώ από ηδονή,
να γίνω ανοιχτή πληγή από ηδονή,
να εκμηδενιστώ.

να σβήσω...

χαλαρώσαμε σ' ελάχιστη σκιά, ψιθυρίζοντας τα ονόματά μας,
αποκαμωμένοι, με σεμνά αγγίγματα αδυναμίας πια.
τώρα κοιμάται, κι απορώ
πώς τόση ομορφιά μού εμπιστεύεται,
πώς παραδίδεται, σε μένα τον άγρυπνο σύντροφο, τόσο πολύ,
βέβαιος ότι στο ξύπνημα του μεσημεριού,
θα τρέχουμε στη θάλασσα, στη θάλασσα οι δυό μας,

ο εφήμερος σύντροφός μου, που δίπλα μου κοιμάται.





Η ΑΝΑΙΔΕΙΑ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ 

ζέστη.
πρώτη ζεστή μέρα του καλοκαιριού.
τα αναιδή αγόρια του λυκείου
με τις κνήμες, τους μηρούς όλο μύες
τον ήλιο προκαλούν.

ο δρόμος για λίγο γίνεται θέαμα
ερωτικό.

μέρα ζεστή.
για νερό πολύ διψάω,
για σάρκα υπόκαυτη κάτω από τα χείλη μου,
σε δωμάτιο δροσερό, μισοσκότεινο.



Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

γυμνός ο ίδιος, λεύτερος,
τις λέξεις μου γιατί να ντύνω
με υψηλά ιδανικά;

ένα καυτό απόγευμα
με έφηβο ονειρεμένο,
πρόθυμο, για απώτατες φαντασιώσεις
να δοθεί
σ' αυτή την τέλεια αμμουδιά για δυό,
με πόσες μέρες δόξας εξισώνεται;

την αλήθεια, σαν γυμνό σώμα αγοριού, γυμνή:
τίποτα δεν υπάρχει
πέρα από τα ζωοδόχα αγάλματα εφήβων από σάρκα,
τίποτα πέρα από πέος και πρωκτό.




Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2011


ΕΡΓΑ

ο ήλιος έκαιγε,
και κούροι σκαφτιάδες
ξεκουράζονταν
στον ίσκιο των ευκάλυπτων
στην άκρη του ατέλειωτου δρόμου.

και με τον ιδρώτα να στεγνώνει
στην ηλιοκαμένη μασχάλη,
και τη χαλάρωση των μυών,
τα λόγια λιγοστεύουν, αρχίζει η αναπόληση.
κρυφός θαυμασμός σκιρτά
για τους ωραίους ώμους, τα χέρια τα σκληρά
του διπλανού, τα στήθη, τα χείλη…

έρημος ο τόπος,
κλείνεις τα μάτια κι αφήνεις τα δάχτυλα
σαν κεραίες να κινούνται στο μηρό
του άλλου και μέσα από το άγριο ύφασμα
η στύση αφηνιάζει,
χέρι γίνεται το σώμα σου όλο
και φιλιά παντού.

σηκώνεται ο διπλανός βαριά,
έρημος ο τόπος, ένα γύρω σιωπή.
φευγαλέο το όνειρο κόπηκε,
σαν ντροπαλά χαμογελούν οι σύντροφοι
στη θύμηση των χτεσινών εφηβικών μας χρόνων,
κοντά, τόσο κοντά ακόμα
που το στόμα σου θέλει κι άλλο νερό
πριν αδέξια σηκωθείς.

ελαφρά πέφτει η αξίνα,
βαριά στα σκέλη κρυμμένη, όλων ναι, επίμονα
η στύση στον ήλιο καίει.



ΕΡΩΤΑΣ ΧΑΜΕΝΟΣ 

μόλις γνωριστήκαμε,
ασύλληπτα αυθόρμητα,
με κάλεσες στη σκηνή σου.

κι εγώ, τρομαγμένος μ' αυτό το αναπάντεχο κέλευσμα
εφήβου μόλις δεκαπεντάχρονου,
συνετά σου είπα, πως τέτοιες προτάσεις δεν πρέπει...

μέχρι και συγγνώμη ζήτησες, στα σοβαρά.

ενώ πιο μέσα στη νύχτα, και την επόμενη νύχτα,
και άλλες νύχτες, και εβδομάδες μετά,
απελπισμένα έψαχνα πώς να σε κάνω να αντιληφτείς
ότι θα χαιρόμουνα να δεχτώ μια ανανεωμένη πρόσκληση,
ότι τα πρέπει και δεν πρέπει είναι πολύ σχετικά
μεταξύ φίλων
(φίλοι, φίλοι στενοί είχαμε γίνει από την πρώτη ώρα).

μάταια.
κανένας υπαινιγμός δεν κλόνισε το αρχικό δεν πρέπει.
η φιλία μας, σαν μετεωρίτης, έκαψε όλο το στερέωμα,
μας φθονούσαν όλοι.
και οι υποψίες πάμπολλες.

αλλά ήμουνα δειλός τότε, νέος πολύ
για βήματα χωρίς επιστροφή.

ΕΣΤΙΑΤΙΟΡΙΟ

καθόταν τρία τραπέζια πέρα
στην κατάμεστη αίθουσα.
τους ώμους του έβλεπα, το σγουρό κεφάλι
με το σβέρκο το νεανικό σαν επιδεικτικά διαθέσιμο.

συζήτηση, εδέσματα, κρασί, νοσταλγικά τραγούδια:
μικρές απολαύσεις εναλλάσσονταν με τη χαρά των ματιών μου
να κοιτάζω στα κλεφτά το νεαρό αυτό,
οι γεύσεις να καλούν τη φαντασίωση άλλων γεύσεων δυνατών.
με τα μάτια μου, του αφαιρούσα ένα ένα τα ρούχα τ’ άχαρα
και όνειρο μωσαϊκό μου φανέρωσε το σώμα αυτό το εφηβικό.
και όλο δυνάμωνε η αδημονία να τον δω ολόσωμα,
κοντά μου να τον νιώθω.

και ήταν, ναι, αγόρι απ’ τα λίγα
όταν σηκώθηκε για να περάσει μια παρέα,
και είδα, και τον είδα να στέκεται
σε απόμερη απόκρημνη ακτή,
έφηβο ολόγυμνο και τόσο προσιτό,
που ασυναίσθητα κι εγώ σηκώθηκα
ξεχνώντας συγγενείς και χώρο και βοή, τους πάντες,
ως και βήματα θα έκανα…

δευτερόλεπτα μόνο προσηλωμένα.

αλλά φρόνιμα πάλι κάθισα, για αφηρημάδα είπα.
το βράδυ έσπασε στα δυό, μάτια και νους αλλού.

αργότερα, στο κρύο φως της νύχτας,
μικρές παρέες αγοριών, σκιές σωμάτων διαλεχτών,
με βήματα νευρώδη
προσπερνούσαν την αργόσχολη παρέα μας
των συγγενών.

του έρωτα οι εφεδρείες ανεξάντλητες,
σκέφτηκα.




Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011




ΕΠΕΡΧΟΜΕΝΟΣ ΟΡΓΑΣΜΟΣ 

ναί, τοίχοι λιγδιασμένοι,
ναί, φώτα σκοτεινά.
ναί, μυρουδιές σκουπιδιών κι ιδρώτα.
ναί, οι ψίθυροι των άλλων απ' έξω.
ναί, οι σκιές των ποδιών να κινούνται σιγά.
ναί, η γλώσσα μου να καίει, στους μύες σου απάνω κάπου να καίει.
ναί, τα χέρια μας να μη φτάνουν.
ναί, η απάντληση της ηδονής να μη φτάνει.
ναί, να μή φτάνει, τα σώματά μας να μή φτάνουν,
κλειδωμένα το ένα με τ' άλλο,

για το σαν απειλή, σφαδάζοντα οργασμό!



ΕΠΙ ΧΑΡΤΟΥ

σ’ έναν άτλαντα παλιό
κι από χάρτη σε χάρτη,
θάλασσα προς θάλασσα
ταξίδεψα μαζί σου στην άκρη του κόσμου.
λιμάνια, νησιά αναδύονται,
γεμίζουν με άγχος και προσδοκίες την εύθραυστη μέρα.
έγινε και το πλοίο ένα γνώριμο νησί χωρίς προορισμό.

γιατί προορισμός είναι πάλι η επιστροφή,
ο παλιός μας κόσμος.
εύκολη πατρίδα δεν θα βρεθεί.
τόξερες αυτό.
όσο και να συλλαβίσεις εξωτικά ονόματα,
ξένος δεν γίνεσαι, ξένος δεν γυρίζεις…

στο χάρτη ήδη ακολουθώ - αγωνία γεμάτος -
το δρόμο της επιστροφής.
πιο οικεία ηχούν τα ονόματα.
μπήκες στη Μεσόγειο,
πέρασες το Ταίναρο,
αγναντεύεις τον Πειραιά.
ήρθες.

έλα,
κλείσε εσύ τον άτλαντα, τους χάρτες,
σβήσε απ τα μάτια μου τις θάλασσες
κι ας αγαπηθούμε…



ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ

χρόνια κι ακόμα χρόνια θα περάσουν.
η ηδονή έμεινε στον ίδιο τόπο
λίγα μέτρα από τη θάλασσα.

χρόνια κι ακόμα χρόνια θα περάσουν.
οι ίδιοι, πάντα ίδιοι νέοι θα προσφέρονται.
χρόνια κι ακόμα χρόνια να περάσουν.

στον έρωτα της αρετής
χαμένη χρονιά ούτε πόλεμος αφήνει,
μάρτυράς μου τα χρόνια
αρχαίων αγαλμάτων
κι επιγραφών.

Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2011



ΕΞΑΡΧΕΙΑ

πολυκατοικίες περνάν αγέρωχα.
αυτοκίνητα περνάν εχθρικά.
άνθρωποι περνάν απρόσωπα.
νέοι άνδρες περνάν, ο δρόμος βαθμιαία δίνει στα μάτια μου ρυθμό.
στο βάθος περπατάει ένας νεαρός νωχελικά,
με ρούχα πρόχειρα, που σχεδιάζουν
περίγραμμα τέλειο, άγαλμα ηδονικό
τόσο, που με κόπο κλείνω το στόμα μου,
με κόπο πια βαδίζω - κι όπως ζυγώνει
είναι όλος χρώμα, όλος κίνηση, όλος πρόκληση,
ο ήλιος στο δρόμο όλος ερεθισμός.




ΕΞΟΥΣΙΑ 

... κι όπως από διαίσθηση βαθύτερη
για κάτι εκθαμβωτικά ωραίο,
το βλέμμα μου σ' εσένα έπεσε,
τόση ομορφιά να χωράει σ' ένα σώμα,
τόση αθώα ερωτική πρόκληση,

θυμός το θολό μυαλό μου διαπέρασε :
να μην έχω, να μήν έχω εξουσία υπέρτατη
που να μου δίνει, χωρίς αντίσταση - με προθυμία; -
αυτό το σώμα,
γιατί, γιατί να πρέπει τόση ομορφιά,
τόση ηδονή να χάσω;

κι αν το βασίλευμα εκείνο, φυσιολογικά
με τη γοητεία της ώρας, μας έφερε κοντά
γρήγορα να αγγιχτούμε, γρήγορα να εκτινάξουμε
αποθέματα ηδονής απροκάλυπτης
με το αχόρταγο πάθος μου για τη γραμμή την τέλεια
του σβέρκου και των ώμων σου,
των σαν αποκάλυψή σου μηρών!

άχρηστη, μακριά η σκέψη μου του θυμού,
γελοία δίπλα στη δική σου εξουσία...



ΕΠΑΘΛΟ

από τους δυό με είδε ο νεώτερος - που γνώριζα,
και σ' ένα νεύμα του,
συνωμοτικά κολυμπώντας χωρίς παφλασμό
αποκακρύνθηκα
με έκπληξη και πικρία.

τί κι αν μέρες πριν το νεαρό αυτό
τα μάτια μου, καίγοντας, είχαν σημαδέψει
στην απόμερη ακτή…
σ' απόσταση λίγων μέτρων το σώμα του
- νεαρού πολυαθλούμενου το σώμα -
για ώρα, με καυτές ματιές,
με συρτά χάδια, τυχαία τάχα,
στις θηλές μου, στους μηρούς, κι αργά-ηδονικά στην ήβη,
συνεσταλμένα αρχικά, αναίσχυντα δηλωτικά στο τέλος,
την προσοχή του ζητιάνευα,
μα αγέρωχα αλλού το βλέμμα του.
ουδέτερα, αδιάφορα με κοίταξε μια-δυό.
κι απομακρύνθηκε.

όπως τώρα απομακρύνθηκα εγώ.
κι η απορία να με λιώνει: πώς μ αυτόν,
μ' αυτό τον άχαρο το μεσήλικα,
κι όχι με νέο της ηλικίας του σχεδόν,
σφρίγος με σφρίγος, η χαρά του ματιού
για την καλλίγραμμη μέση αλλήλων,
τα ίδια τα αρωματικά τα χνώτα,
ίδια αντοχή επάλληλα, ίδιος γνώριμος ρυθμός:
με μένα, γιατί όχι;

σήμερα, μεσήλικας ο ίδιος,
τί κι αν χωρίς παραδοχή του χρόνου, ατέρμονα νέος,
τα τότε κατανόω.
η ανάμνηση δεν πληγώνει πια:
νεαρός, ωραίος σαν λίγοι απόψε ο σύντροφος,
στην άρνηση της φθοράς, έβηφος το έπαθλο !

Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011



ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΕΝΤΕ ΧΑΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

πέντε χαμένα ποιήματα
χάσκουν στο χαρτί,
άδειες από τίτλο γραμμές
σε γεμάτη σελίδα
με πυκνές ημερομηνίες κι αναφορές.
έναν τίτλο βέβαια συγκρατώ,
αμυδρά μια περιγραφή αμμουδιάς στην Κύθνο,
δάφνες, κι αγόρια μεγάλα
να παίζουν, να παλεύουν, να φωνάζουν,
εδώ εκεί να τρέχουν,
κι αργότερα η αποχώρησή τους με το ηλιοβασίλεμα.

αλλά οι στίχοι χάθηκαν.

το μεγαλύτερο αγόρι πάντως
δεν έφυγε με τους άλλους.
γιατί βαθιά στη μνήμη μου
ευλαβικά κρατάω, και τώρα ακόμα σαν
κατάσαρκα, τη δύναμή του,
τη βαθιά και των δυό, σαν οργή στην κορύφωση,
εκρέουσα ηδονή.



ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΑ

με τα χρόνια θα γεράσω.
το πρόσωπό μου, από επιθυμητό,
τα χείλη μου, από προκλητικά,
η ματιά μου, από θερμά πονηρή,
θα χάσουν αργά-σταθερά την ερωτική τους λάμψη.
οι τότε νέοι, από ευθύ φωτεινό βλέμμα νέου
θα αναθερμαίνονται ξανά και ξανά.

με τα χρόνια, θα γεράσω.
αλλά όσο μπορώ
θα κρατάω το πνεύμα μου νεανικό,
το σώμα μου ευλύγιστο, όσο μπορώ το σώμα μου
τουλάχιστο σωστό, ερωτικά αποδεκτό.

για να μην καταντήσω στο ψυχρό "πόσα θες;"
για να μην καταφύγω,
σοφός ίσως ναί, αλλά διψασμένος όσο ποτέ
για ένα έστω άγγιγμα,
στα αρχαιολογικά μουσεία, όπου τ' άγια τ’ αγάλματα,
όπου οι κούροι,
για ν' αποθαυμάζω τα σώματα περασμένων περιπτύξεων,
στο μάρμαρο να καθηλώνομαι
να αποθαυμάζω
την αιώνια άνοιξη του έρωτα στην ήβη των παλικαριών.



ΕΝΑΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ

τα πρόσωπα της καθημερινότητας
έχουν αλλάξει.
οι φίλοι γίναν έχθροί
κι οι εχθροί φίλοι.
στην αλλαγή αυτή
λιθάρι φταίω κι εγώ.
το παρελθόν μου
έγινε σαν ενός ξένου παρελθόν,
τα γραπτά μου, από κείμενα,
αντικείμενα επιμέλειας,
αναμνηστικά…

κι εσύ, φίλε μου, αγόρι μου,
που μέσα σ’ ένα χειμώνα
τόση πίκρα, τόση ελπίδα, τόση χαρά προκάλεσες
και τ’ αγνοούσες,
πώς μ’ άλλαξες:
πώς;

Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011




ΕΚΘΕΣΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ

μπαίνοντας στην αίθουσα
αμέσως τον είδα.
αλλά σαν από συστολή για τον πολύ κόσμο,
πήρα τους πίνακες με τη σειρά, υπομονητικά, με επιτήδευση,
και κάθε λίγο, τάχα για να ξεκουράσω το μάτι μου,
γύριζα με ένα βλέμμα γενικό και κάρφωνα, για δευτερόλεπτα,
αυτό τον ένα πίνακα, το γυμνό αγόρι.

γλιστρούσαν χρώματα, θολές παραστάσεις,
έργα όλα αξιόλογα, αισθησιακό όμως άλλο κανένα,
κι όταν, μετά από καθυστέρηση εύλογη,
βρέθηκα μπροστά στον πίνακα,
ένιωσα, σαν μέσα από ποίημα, όλη τη θερμή μεταδοτικότητα
της εικόνας, τη γοητεία των γραμμών, το κρυφό μήνυμα.
κι έμεινα ώρα πολλή,
συνεπαρμένος απ την εκλεκτή τύχη του ζωγράφου,
κοινωνός στην τέχνη του και τη ζωή.

και είχα αποξεχαστεί,
όταν τυχαία παρατήρησα τη σκιά που στεκόταν δίπλα μου
και μ' εμπόδιζε.

τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν
κι αναπάντεχα ο πίνακας σκοτείνιασε και
το φώς το έξοχα αισθησιακό απ το πρόσωπο του γυμνού αγοριού
έπαλλε στα μάτια του διπλανού νεαρού επισκέπτη.
αίθουσα, πίνακες, κόσμος, υποχώρησαν.
με τα μάτια μας ακόμα χαϊδεύαμε τη σάρκα του πίνακα,
την ιδανική προσφορά του γυμνού σώματος,
ενώ πυρετώδη όνειρα, σαν αστραπή τα πελώρια ερωτηματικά
της ανταπόκρισης ή μή
ταλάνιζαν τα κρεμασμένα χέρια μας,
τυφλός πόθος, στόμα ξερό,
ως το λυτρωτικό αμοιβαίο χαμόγελο αμέσως μετά.




ΕΚΦΡΑΣΗ

έχω ξεχάσει πως υπήρξα φίλος
κάποιου.
έχω ξεχάσει τις φιλίες μου,
ποιό το μέτρο; ποιά η θυσία;
έχω ξεχάσει δώδεκα χρόνια
νειάτα κι ομίχλη.
έχω ξεχάσει.

θυμάμαι
θυμάμαι μια εκδρομή
όπου δεν λογαριάσαμε
ούτε κόσμο ούτε κόπους ούτε κούραση.
θυμάμαι τα παρατημένα λατομεία,
και πως ψάχναμε για μάρμαρα σημαδιακά
για να θυμόμαστε την εξόρμηση.

ποιός ήσουνα όμως δίπλα μου
στη δύσκολη ανάβαση;
ποιά γλώσσα μιλούσες;

μικροί και τη γλώσσα αλλάξαμε...
για να μη θυμόμαστε;




ΕΛΞΗ

απ το ισόγειο σκιερό μέρος της οικοδομής
τέσσερεις εργάτες
κουρασμένες σανίδες μεταφέρανε
και άλλα υλικά στο δρόμο,
όμορφοι όλοι το ίδιο στη μυώδη γύμνια τους,
αδύνατοι, λυγερόκορμοι,
- με μέση αθλητόστητη, που και στο σκύψιμο
πάλι λεπτή διαγράφεται  -
σαν να τους είχε προσλάβει εργολάβος
με ροπή ανομολόγητη σε λιγνά όμορφα παλικάρια.
και κάθε τους κίνηση ένα παιχνίδισμα
των μυών στον πρωινό ακόμα ήλιο.

γωνιακό το κτήριο,
έκανα δυό φορές το γύρο του τετραγώνου
και τρίτη φορά, με χτυποκάρδι έντονο, αντίθετα,
πάντα πολύ αργά
με βήματα που σχεδόν σέρνονταν,
σαν να έψαχνα κάτι, μια διεύθυνση, ένα διαμέρισμα,
στη νέα αυτή γειτονιά.

στο τέλος, πρόθυμος ο ένας με ρώτησε
αν θέλω τίποτα, μήπως θέλω να δω τα διαμερίσματα
τα ήδη διαμορφωμένα – πωλούνται, ξέρεις, μερικά,
αργότερα θάναι ο μηχανικός εδώ, αν θέλεις όμως,
σου τα δείχνω, ανεβαίνουμε, ενόχληση δεν υπάρχει…

ταραγμένος τον άκουγα να λέει τα πεζά αυτά πράγματα,
αταίριαστα με τον ήλιο στο κρουστό κορμί του,
αταίριαστα μ’ ένα βλέμμα ζωηρό (βαθιά μαύρα μάτια),
με χείλη σκονισμένα που τα περνούσε η γλώσσα του,
κατακόκκινη, υγρή, προκλητικά
ερωτική.

Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2011



ΔΟΝΟΥΣΑ

μικρό και μακρινό νησί,
ποιό άγαλμα εφήβου ξεχασμένο
ζωντάνεψε εδώ χτες;

στο γυμνό, κατάγυμνο μαρμάρινο ακρωτήρι
στήσαμε βακχικό χορό.
το σύμπαν απόν, η Νάξος ανήμπορη, μακριά.
καλέσαμε γεύσεις αναιδούς ηδονής
που με τον ήλιο άδολο τάχα σύμμαχο
μας εξουθένωσαν.

αλλά η νύχτα, στο δωμάτιο από γαλάζιο και λευκό,
χάδια έφεύρε κι άλλα, οίστρο μυστηριακό,
και μόνο προς το ξημέρωμα
δοθήκαμε στον ύπνο, ένα σώμα,
στ' άποβατευμένα σεντόνια δυό σατύρων σκιά.




ΔΩΡΟ ΗΛΙΟΥ ΚΙ ΑΝΕΜΟΥ

άνεμος ηλιόντυτος
σαρώνει την ακτή.

από απάνεμη γωνιά σε βλέπω να πλησιάζεις,
την ψάθα, τα ρούχα σου δεμάτιο στο χέρι.

άνεμος ηλιόντυτος
παρέα ζηλευτή μου φέρνει.

μικρή η απάνεμη γωνιά, αλλά όπου ψάθα
χωράν και δυό κορμιά.

άνεμος ηλιόντυτος
στ' αυτιά μας χίλια λέει.

στην απάνεμη γωνιά μας λακωνικός ο λόγος:
μ' ένα χάδι σβήνει η απόσταση, χέρια σκληρά
μετουσιώνονται σε άκρατη αγαλλίαση,
χείλη γεύονται χείλη άπληστα.

άνεμος ηλιόντυτος.




Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2011


ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ 

τα χέρια του τα χυμώδη, κούρου αρχαίου,
φτυαρίζουν φτυαρίζουν στον ήλιο.
η θάλασσα ένα βήμα.
θα περάσει από δώ να δροσιστεί,
από μένα θα περάσει, που με υπομονή και θαυμασμό
τον παρατηρώ, με θαυμασμό ανυπόκριτα ερωτικό.
η θάλασσα ένα βήμα, ασήκωτος πειρασμός.

αφού κι εκείνος, ορθοτανυόμενος πότε-πότε
προσεκτικά προς τα δώ κοιτάζει,
κι έπειτα φευγαλέα χαϊδεύεται.
θάλασσα ηλιόφιλη στων δυό μας τα μάτια,
θάρθει, θάρθει από δώ, αναμμένος εν κινήσει κούρος,
από δώ, από μένα, να δροσιστεί...




ΔΟΚΙΜΗ 

έφτασε Ιούνιος με
την αμηχανία των τριών νέων εφήβων
στη θάλασσα ακόμα φανερή.
το γδύσιμο αργό, σαν ανόρεχτο,
με καίριες προφυλάξεις
να μήν δω τί;

να μήν δω τί;
αφού την άνοιξη αυτή που άχαρα πέρασε
άνδρες έγιναν, άνδρες υπ’ ατμόν
που επαφή γυρεύουν, αδιάκριτα,
για ξέσπασμα.

για ξέσπασμα.
κι από μνήμες ήδη παλιές
μα πάντα ζωντανές, χειρονομίες
αντλώ, καλέσματα μισοαθώα,
λόγια-πειρασμούς.
γίνομαι το σώμα για δοκιμή πρώτη,
για πρώτη αναμέτρηση.

ηδονή αδέξια μα, στον ένα τους, καίρια
αρκετά για να υπόσχεται, με το βλέμμα του κατακτημένου,
πως και μόνος, αύριο κιόλας, εδώ θα ξανάρθει.

Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2011


ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ

φεύγοντας απ τη θάλασσα,
με το αβέβαιο βήμα νωπών ηδονών,
στο μικρό ύψωμα στάθηκα να δώ
τη σιωπηλή ράχη των βράχων,
τα στενά περάσματα του πειρασμού,
και το γαλάζιο, το γαλάζιο το απέραντο,
το γαλάζιο τον κόσμο, ώρα μεσημεριού.

και στεκόμουνα κει με δέος και λαχτάρα.
γοητευμένος, σαν νάταν νέο τοπίο της ζωής μου,
η αναζήτηση του έρωτα μόλις σα νάρχισε.

στεκόμουνα κει με δέος και λαχτάρα
κι επιθυμία αιχμηρή,
όταν νέος, έφηβος κραταιός - μυώδεις ώμοι ξανθοί στο φώς -
αθόρυβα προσπέρασε.

θα μείνω.
θα κατεβώ ξανά στα βράχια, σε γλώσσες αμμουδιά
ίσα για δυό.
θα ξαναφορέσω το φυσικό μου ρούχο,
δίπλα στη θάλασσα, το φυσικό μου σώμα.
θα εκλιπαρώ.  θα γίνω πάλι το ζώο
που λέγεται άνθρωπος πριν τον αγγίξει
ερωτικά στο έπακρο άνθρωπος άλλος.



ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΚΑΒΑΦΗ

στο λήθαργο του μεσημεριού, άγρυπνος,
μέσα σε πλήθος από χειρόγραφα και σχέδια,
έψαχνα την εικόνα της ζωής μου.

και πώς πέρασε η ώρα, δεν κατάλαβα.
νύχτωσε.
η τεράστια κάτω πόλη ανάβει τα κεριά
εκατό-εκατό.
βουνά και λόφοι συγχωνεύτηκαν με τ’ αστέρια.
η ζωή μου άλλες εικόνες ανασύρει,
μια ανάπαυλα.

θα βγω να βρώ άγνωστους στρατιώτες
σε άλση ανονείρευτα.
θα βγω να μεθύσω στο κρασί,
αν πάλι ανέφικτη η ακραία ήδονή
μοιρασμένη με όποιον...
θα βγω να εξαντληθώ, να εξαντληθώ.

αύριο, ανανεωμένος,
τον ήλιο θα φέρω στην εικόνα της ζωής μου.



ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ

όπου νέα οικοδομή,
τα βήματά μου σοφά επιβραδύνω.
από μακριά, με βλέμμα ζωγράφου
τους νέους οικοδόμους να δώ.
κάτω από τα ρούχα της δουλειάς, τα λίγα άλλωστε,
να μαντέψω ζωντανών κούρων μέλη μελαχροινά,
σώματα-κράχτες του έρωτα, προκλητικά διαθέσιμα
στ' άπληστα μάτια μου του θαυμασμού.

όπου νέα οικοδομή,
κι όσο πλησιάζω,
τα μάτια μου με πύρινο δέος το νεώτερο,
τον ομορφότερο των οικοδόμων αναζητούν,
το σώμα-ποίημα, που με τις κινήσεις του των άλκιμων μυών
παραπέμπει σε όνειρα, όνειρα συνεύρεσης,
όνειρα συμμετοχής σε συμπλέγματα εναγκαλιασμού
με διέγερση εξαντλητική του κάθε ηδονοφόρου πόρου.

όπου νέα οικοδομή,
σε μυριάδες σαν κι εμένα άνδρες
επιθυμίες αναβλύζουν - που όνειρα θα μένουν.



ΝΕΑΡΟΣ ΟΙΚΟΔΟΜΟΣ

στην οικοδομή φτάνει πρώτος, πολύ πρωί,
εσωστρεφής, αμίλητος,
στο χέρι το δεματάκι το ψωμί,
το σώμα του παγιδευμένο σε ρούχα αναδεικνύοντα,
θεός Απόλλων μετενσαρκωμένος.
για τη δουλειά, με τους άλλους
και υπό των άλλων το βλέμμα το κρυπτοφθονερό, θα γδυθεί,
ρούχα ακόμα πιο πρόχειρα θα βάλει,
και όπως η ώρα ηλιακά προχωράει
προς το λιόπυρο μεσημέρι,
θα γυμνώνεται ως το ελάχιστο...
ο ερωτισμός του όλος
τότε σαν χορός ελληνικός
ξεσπάει στο φώς
και τραγούδι οι κινήσεις του,
τραγούδι η ματιά του η διερευνητική
μέσα στο δεός των ματιών μου,
και κραυγή η κομμένη μου ανάσα,
το διεγερμένο ως τον πόνο σώμα μου, γι' αυτόν,
το νεαρό οικοδόμο, το ηλιόπαιδο.



ΟΙΚΟΔΟΜΟΣ ΗΔΗ 

αν ήταν η άνοιξη πιο προχωρημένη
θα δούλευε μισόγυμνος,
και θα τον ζήλευαν τ' αγόρια του λυκείου.
μα κι έτσι, με τα ρούχα της δουλειάς,
με τα τριμμένα λεπτά μάλλινα
ένα στρώμα σκόνη και χρώμα
να του σφίγγουν ώμους λευτεριάς,
που διψάν για ήλιο, ώμοι για δάγκωμα,
έξοχα ερωτικός βγαίνει στο φώς το θαμπό,
κι ακούραστα ρυθμικά φτυαρίζει,
κάνει τον αμμοχάλικο λάσπη.
τα χέρια του μεγάλα, θέλω να σφιχτώ σ' αυτά,
σε χέρια και μηρούς ασκημένους να χωθώ,
από τη μυώδη μέση του ρυθμό,
ρυθμό δικό του να ακολουθήσω,
στη δίνη τη ζωώδη, στη δύναμη την ηδονοκέραστη
των λαγόνων του να χαθώ...