Η ΤΟΛΜΗ ΤΩΝ ΛΙΓΩΝ
το νεκροταφείο
έγινε νεκροταφείο λουλουδιών.
κι όμως τα μαρμάρινα μνημεία
ανθοφορούν αδιάκοπα.
για τους νεκρούς
μετά τα σαράντα
ο λόγος λίγος…
τί έκπληξη, και κόσμος νέος
συχνάζει εδώ!
αγόρια που ορφάνεψαν
και ειδικοί τώρα γίνονται
σε ταφικά στολίδια, στο άναμμα
λιβανιού.
(συνειδητά
από απέναντι
επίμονα προσπαθώ να
παγιδέψω το βλέμμα του,
αλλά μάταια,
ντρέπεται,
νωπή του ακόμα η απώλεια
έμαθα μετά).
οι πενθούντες εμείς συγγενείς και φίλοι,
είμαστε μια κοινωνία ξέχωρη,
όπου για τους νεκρούς
τα ωραιότερα χρώματα,
κατάλευκο το μάρμαρο,
χρυσά τα γράμματα.
ενώ οι ζωντανοί οι θλιμμένοι εμείς,
μ’ ενδυμασία σοβαρή
συγκρίνουμε χρονολογίες,
ξεμέθυστοι απ τη ζωή
ανακαλούμε τα νειάτα των εφήβων
που πέθαναν ογδόντα,
σοφοί, μετανοιωμένοι που τόσο λίγο τελικά
τόλμησαν να ζήσουν.
ΗΧΟΙ
όταν ακούω άνοιξη
τα μαλλιά σου χαϊδεύω,
και λουλούδια ρόδινα
τα φιλιά μου στον ώμο σου ανθίζουν.
όταν ακούω καλοκαίρι
στα μάτια σου έναν κόσμο θάλασσα κλείνω,
πόθο, και τα χέρια μου την άμμο
σκάβουν σκάβουν βαθειά.
όταν ακούω τον ήλιο
όταν βλέπω τα μάτια σου, τα μαλλιά,
τους ώμους σου του πειρασμού,
αχ, τί φωνή να βρω να ψιθυρίσω
πνιχτά να πω:
κοντά μου έλα!
ΘΕΟΣ ΑΠΟΛΛΩΝ
ο γάμος είχε τελειώσει.
γαμπρός και νύφη, κι όσοι στενοί συγγενείς
για λίγο γύρισαν στο σπίτι
πριν ξεκινήσουν για το γαμήλιο δείπνο, το γλέντι, το χορό.
δίπλα από ψηλά, αθέατος για όλους, κοίταζα την αυλή τους
φωτεινή όσο ποτέ στο δειλινό, με φώτα πρόσθετα
και μαξιλάρια χαρούμενα στα καθίσματα.
νύφη, μητέρα και θείες μπήκαν ν’αλλάξουν,
το αγόρι μόνος του έξω, στα επίσημά του πόσο νέος!
απ τα δωμάτια φωνές του έλεγαν, κι αυτός γρήγορα
ν’ αλλάξει, μην αργήσουν και πολύ.
και μ’ ένα βλέμμα προς τα δω πάνω, σκοτεινό κι αινιγματικό
άρχισε ω πόσο αργά να ξεκουμπώνεται
να ξεκουμπώνεται…
η ζέστη της νύχτας με χτύπησε στο πρόσωπο
και είδα το στήθος του γυμνό, σχεδόν γυμνό τον
υπέροχο κορμό του, τις γραμμώσεις χεριών και
κοιλιακών εντονότατες, τα μάτια μας
διάλογο αδιέξοδο νάχουν ανάψει
και να μην ξέρω, να μην ξέρω
αν ο νεαρός αυτός
- που τρεις μόλις φορές, αρχές καλοκαιριού,
στα μύχια της νύχτας νεμήθηκα τη μέθη –
άραγε από πρόκληση, ή από αγωνία, ή μήπως σαν
υπόσχεση
γυμνώθηκε μπροστά μου,
και χαμογέλασε θεός Απόλλων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου