Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011




ΧΑΜΕΝΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ

μη για φυγή μιλάς
μη για ξένες πόλεις
μη για τύχη μακρινή,
μη για φυγή μιλάς.

ορκίστηκα τις μέρες σαν τ’ αστέρια να μετράω,
στη φιλία ταγμένες όλες.
μέρες σαν τραγούδια της αυγής, ώρες της μοίρας.
μέτρησα δέκα, είκοσι…
μίλησες για φυγή,
έσβησαν τ’ αστέρια όλα
και ζητάω,
και ζητάω φως τη φιλία σου μες στη νύχτα, απελπισμένα.

αδερφέ,
μη ακόμα για τη φυγή μιλάς…




Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011


ΥΠΟΣΧΕΣΗ 

η άνοιξη περνάει απ το δρόμο,
αγόρι απ τα πέρα τετράγωνα περνάει,
χαρούμενο από στίβο κι αγώνες στην άλλη άκρη της γειτονιάς.
τα πόδια του ως ψηλά ακάλυπτα
στο σκιερό δρόμο φεγγοβολούν,
κνήμες και μηροί των νεαρών θεών της φυλής
(πότε μαύρισε ;  πόσο τρέχει στον ήλιο του χειμώνα ;)
τώρα από μπροστά μου περνάει,
δειλά το βλέμμα του ψάχνω.

κι άνοιξη σαν δυνατός χορός
το σώμα μου χτυπάει :
χαμογελώντας, αφηρημένος μάλλον με χαιρέτησε,
τα βήματά του ελαστικά απομακρύνονται, οι χνουδωτοί μηροί.
και τους τυλίγω με φιλιά,
ακράτητα με χέρια σφιχτά και μανιασμένα φιλιά
και λόγια ακατάληπτα κτήμα μου τα κάνω
ηδονοθηρικά.



ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΗ 

στην πρωινή ερημιά των βράχων
ξαπλωμένος, ονειρεύομαι...

χέρια νεαρά να σχεδιάζουν αόρατη ροή χαδιών
στα μαλλιά μου, στους ώμους μου, στο κοίλο της πλάτης, στη μέση,
δαχτυλιές ηδονής στην κνήμη, στους έσω μηρούς, και ήδη
ζεστά ακροδάχτυλα ν' αναζητούν το πιο ζεστό σημείο του σώματός μου,
χείλη σαρκώδη με οσμή αφροδίσια, μεθυστική, ν' αποθέτουν υγρή ανάσα
στο σβέρκο μου, κάτω απ το αυτί, προς το λαιμό,
κι ω κρουστοί κοιλιακοί να περιψαύουν την καμπύλη των γλουτών,
το σώμα μου στην ολόσωμη επαφή ανεξέλεγχτα να συσπάται...

και μηχανικά, ανυπόμονα, σαν νάταν οι γεύσεις του ονείρου,
τα νεαρά χέρια, τα χείλη, το θεϊκό το σώμα, υπαρκτά,
ικετευτικά τείνω τα σκέλη μου,
όσο μπορώ πιο ικετευτικά, σφαδάζοντας
για να γευτώ
τη διεισδυτική ορμή,
ώριμου ήδη εφήβου
την ακόρεστη αλκή.



ΦΑΣΗ ΤΡΙΤΗ

λόγος στρυφνός, επιθετικός.
λόγος που θίγει.
λόγος ανεπιτήδευτος που πληγώνει βαθύτερα
- αφού τον είπες εσύ -
που πληγώνει βαθύτερα αφού εγώ σου τον έβαλα στο στόμα,
ελπίζοντας να μην το ακούσω ποτέ από φίλο.

η τρίτη φαση:
από αδυναμία θα πληγώνουμε ο ένας τον άλλον.



ΦΘΟΡΑ 

τότε ήταν αλλιώς.
με αφέλεια εφηβική
διάλεγα και πλήγωνα,
γευόμουνα τ' άκρατα νειάτα των συντρόφων μου
με τα κριτήρια του ιδανικού ωραίου, με τα μάτια μου να συγκρίνουν
αγάλματα ακρωτηριασμένα, αλλά τόσο εύγλωττα ερωτικά, με τα σώματα
που απελπισμένα πολλές φορές, γύρευαν ένα σημάδι μου, την αφή μου.

κι ο τυχερός, τυχερός.

για τη δική μου τύχη του εκλεγμένου, πολύ αργότερα
θ' αντιλαμβανόμουνα το ειδικό βάρος των δεκαπέντε, των δεκαέξι, των
δεκαεφτά μου χρόνων.
στην πρώτη αμφιταλάντευση, κι αργότερα ακόμα, στην πρώτη άρνηση,
στην πρώτη απαίτηση για κείνη ή άλλη στάση, για κείνο ή άλλο ρόλο,
στην πρώτη νύξη για πληρωμή.

κι έμαθα να σκέφτομαι
σταδιακά όλο και εντονότερα,
πως θα φτάσω τα πενήντα κάποια ώρα,
και τότε η τύχη μου θάναι εξαιρετική
αν όσοι τώρα συγκαταβατικά, σαν από περιέργεια και μόνο, καταδέχομαι,
στο απελπιστικά επίμονο, ικετευτικό μου βλέμμα, τότε,
- από ποιά παρόρμηση αράγε ; -
ανταποκριθούν...




Τρίτη 29 Μαρτίου 2011


ΤΡΙΓΩΝΟ

βελούδινες πολυθρόνες
μαρμάρινο τραπέζι
το λίγο φως,
τρεις άνδρες, τρεις αλήθειες για τη φιλία,
ακραίες οι επιθυμίες μου.
εκλιπαρούσα.

εκλιπαρούσα
στης ψυχρής λογικής τα άκρα,
μέσα στην άχαρη ανάλυση της φιλίας
τη φιλία σου.

τη φιλία σου,
βαρειά από την απειλή του χρόνου,
βαρειά από υπονοούμενα,
αλλά τόσο επιτακτική

που είπα να δείξω ένα μαχαίρι στη ζωή!



ΤΩΝ ΠΕΝΤΕ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ

με τα μάτια μου ζώ το γδύσιμο το αργό,
τη γραμμή του μελαχροινού σου σώματος,
την κίνηση των σμιλευμένων μυών,
το βλέμμα σου φωτεινό, τη συναίνεση κόκκινων χειλιών,
χειρονομίες με νευρώδη χέρια,
την αποκάλυψη...

κι αν κλείνω τα μάτια, όπως πολύ κοντά μου ήρθες,
με τη λεπτή μυρουδιά σου ζω, την αύρα της ανάσας σου,
στο σβέρκο σου μια υποψία αρώματος λουλουδιού,
κρυμμένη στο άνοιγμα των μηρών μια οσμή οργιώδης,
και μύρα η πρώτη σταγόνα στην άκρη του πέους,
αρσενικού το κάλεσμα...

κι αν διψασμένος τα χείλη σου ζητώ,
γεύση ζεστού φιλιού γεμίζει το στόμα, γεύομαι βότανα ξωτικά,
τα δόντια μου το σβέρκο σου ιχνεύουν, σφιχτά τα χείλη μου
την αλμύρα της θάλασσας στην προκλητική θηλή,
και πιο κάτω, τέλεια η γεύση εκκρηκτικής βαλάνου
γλυκάλμυρη, γληνά στη γλώσσα...

και ζώ πια με την ανάσα σου, με λόγια της στοργής,
με λόγια έπαρσης, με λόγια ασυνάρτητα πια,
λέξεις-παρακάλια, επιφωνήματα πνιχτά,
το γδούπο της καρδιάς μου,
ήχοι παλλόμενοι, άναρθρα τα πάθη μου, τα πάθη σου,
δίπλα στην ήρεμη ρήση της θάλασσας.

και με τη βιάση των χεριών σου καρφωμένος στη γή
ζώ με το σώμα μου το σώμα σου όλο, ίνα προς ίνα,
την εμβολή της ηδονής, τα σκληρά σου μέλη θερμά
να με πυγίζουν, μέσα μου να λιώνουν,
η βία του σώματός σου να εκθλίβει ηδονή σχεδόν άγνωστη,
σαν κύματα αχαλίνωτα...  εκστατικά τα μάτια μου κλείνω
και στην κραυγή μου λυτρωτικά την κραυγή σου ζώ !




Σάββατο 26 Μαρτίου 2011








ΤΟ ΠΡΟΣΚΑΙΡΟ ΚΑΛΟ

από πρωί νωρίς τη μέρα εκείνη
άδεια τα μουσεία μας:
οι μαρμάρινοι έφηβοι μετουσιώθηκαν,
βγήκαν στους δρόμους.
και δρόμοι, πλατείες, οι κήποι του κέντρου,
τα ιερά άλση
αντηχούσαν από την ομορφιά τους,
από ήρεμα ή πονηρά χαμόγελα.
αχ, τί άσεμνη επίδειξη, θα είπαν μερικοί,
και τί ταραχή απειλεί την πόλη, τις κόρες μας,
τα αγόρια μας,
αν άμιλλα ευγενική τους έκανε να βγούν στον ήλιο
γδυτοί να σμίξουν
με τους νεοφερμένους.

πού πάμε;

άλλοι λέγανε πως οι Ελληνίδες
παν δεκαπέντε δεκαέξι χρόνια τώρα,
με έμπνευση κοινή
γέννησαν πάλι θεούς και ήρωες,
πως οι αρχαίοι θεοί μας γυρίζουν στον Όλυμπο
και πως αρχίζει, σήμερα κιόλας, μια νέα εποχή
για όλους μας.
αλλά εγώ πώς θα ζούσω, πώς θα πορευόμουνα
με τέτοιον πειρασμό;
με κάθε στιγμή μπροστά μου την πρόκληση
τη δίψα, την απελπισία
για τόση ηδονή απλόχερα διαθέσιμη,
για τέτοια σώματα
χωρίς επαύριο...

γιατί γρήγροα η πολιτεία έβαλε τάξη
στα όνειρα πολλών, στις χαρές πολλών.
με τον πρώτο πυροβολισμό – άνωθεν διαταγή –
η θωπεία του ήλιου, τα γέλια μαρμάρωσαν,
χέρια κόπηκαν και πέσαν πέτρες στο γρασίδι,
οι έφηβοι είχαν μαρμαρώσει πια για καλά.
τους βάλαν στα μουσεία με προσοχή και λύπη.
ήταν οι αυτοκτονίες πολλές για λίγες ώρες,
μα όλα στρώσαν τελικά
πριν ακόμα βραδιάσει
στους τύπους της παλαιάς ηθικής.

η μέρα εκείνη δεν ξεχάστηκε
αλλά σπάνια αναφέρεται.
όλοι μας κάτι το επλήψιμο κάναμε ή σχεδιάσαμε τότε.
πολλή ηδονή, πολλή ελευθερία είχαμε γευτεί.




Παρασκευή 25 Μαρτίου 2011


ΤΕΛΟΣ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ 

ξάπλωσα σ' έναν ήλιο απάνεμο
ζεστό του φθινόπωρου.
καλακαίρι θρυλικό από το σώμα μου πέρασε
χωρίς ν' ασφήσει ίχνος
άλλο από κορεσμό επιθυμιών,
καταλάγιασμα κυνηγιού.

κι αν έφτασα και σήμερα εδώ
είναι γιατί τα αγόρια του καλοκαιριού
έγιναν μελαχροινά πολύ, ακαταμάχητα.
τα συμβατικά τους οράματα ηδονής
σ' εκατό πενήντα μέρες ήλιο καυτό ξέφτισαν
κι η ορμή τους τώρα
άλλα ζητάει,
τα πέρα απ αυτά που λέγονται
με κομπασμό σε κλειστή-κλειστή παρέα,
τα βήματα τα αδήλωτα στο άγνωστο :

ηδονογένεση των άκρων
σε δόσεις μικρές, και να κρατάει,
και να κρατάει...











ΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ

τους θεούς παρακαλούσα
να με σπλαχνιστούν.
μήνυμα δεν ήρθε, φίλος δεν φάνηκε.
τους θεούς παρακαλούσα.

βάδιζα με τον ήλιο,
ανθρώπους πολλούς να συναντήσω.
ελάχιστοι μου μίλησαν, κανένας δεν μου γελούσε.
βάδιζα με τον ήλιο.

σκεφτόμουνα με τις ώρες
διάφορα φιλοσοφικά συστήματα
- αν όχι σύστημα, τί μου λείπει; -
ηρεμία δεν έβρισκα, όλο πιο βαριά η σιωπή.
σκεφτόμουνα με τις ώρες.

κώνειο σ’ ένα κύπελλο
- ασημένιο το κύπελλο - για κάποιο τέλος.
ασημένιο αφού ήταν, δεν το ήπια, δεν θα το πιω.
άγρια χαρά σ’ ένα κύπελλο.

και μόλις έτσι νίκησα
ήρθες εσύ.
έσωσα τον εαυτό μου, δεν βοήθησες εσύ.
αλλά ήρθες, κάτι είναι κι αυτό.



ΤΟ ΛΙΒΑΔΙ

το λιβάδι :
από τα λίγα μέρη με αντίκρισμα ερωτικό μακριά από τη θάλασσα.
είχαμε πέσει στο πράσινο ακόμα χορτάρι του πρώιμου καλοκαιριού.
ποώδεις άκρες χάϊδευαν τα γυμνά μας χέρια, το λαιμό μας,
σε λίγο το γυμνό μας στήθος,
και την πλάτη μας προκλητικά έγλειφε ο ήλιος.

πληρότητα η ζωή, με το φίλο σου πλάι σου τέτοια μοναχική ώρα !

η φύση ήταν όλο ένταση. 
νους και σώμα κινούνται ανήσυχα.
ένταση απλώνεται. 
εικόνες επιθυμιών πρωτόγνωρες ανάβουν.
τάχα πως δεν χορταίνω το θαυμάσιο γύρω μας τοπίο,
κρυφοπαρατηρούσα τους μυς σου τους ηλιόχυτους...
λέγοντας και γελώντας καπώς άσχετα.

τους μυς σου τους ηλιόχυτους των ώμων,
της πλάτης σε καμπύλη τέλεια, ως τη ζώνη σου.

κι ας έλεγαν τα χείλη μου λόγια ανάλαφρα,
τα μάτια μου βάραιναν, θολά βάραιναν, και το στόμα μου
γέμιζε ήδονή, γέμιζε ηδονή τόση
που έπαψα λόγια να προφέρω.

κάτω από το σώμα μου το λιβάδι είχε γίνει η πιο ηδονική κλίνη.
βαριά, οδυνηρά δυνατά χτυπούσε η καρδιά μου στη σιωπή !

τότε μίλησες εσύ.
ταραγμένες φράσεις, τις έλεγες ανάλαφρα και χαμογελαστά.
ταραγμένα λόγια, και δεν κατάλαβα ο έρημος,
πως ίδια ήταν η ταραχή και των δυό, ίδια θολή ματιά,
ίδια η ροή της ηδονής στο στόμα,
ίδια η λαχτάρα και των δυό για στενότερη επαφή, ίδιος ο καημός.

ήθελα να σ' αγκαλιάσω, μα φοβόμουνα.
ήθελες να μ' αγκαλιάσεις, μα φοβόσουνα.

κρατούσαμε τη μοίρα στα χέρια μας, μια μοίρα κοινή,
δευτερόλεπτα μόνο:

αλλά μπροστά στο αβέβαιο: μην τραβηχτεί ο άλλος,
μη σπάσει ο ψυχικός δεσμός χρόνων, και φωλιάσει ντροπή
σε κάθε μας λόγο, από αύριο σε κάθε μας κίνηση,
με κόπο ανείπωτο, κλείσαμε τα μάτια, είπαμε όχι,
και η μοίρα, ανελέητη, προσπέρασε...

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2011


ΤΑ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΥΠΝΟ

ακίνητα στον ήλιο τα λιόδενδρα,
τα σπίτια δυο-τρία, οι μάνδρες.

μεσημέρι βαρύ.
ο σύντροφος κοιμάται
και τόσο ήσυχη η ανάσα του
που μόνο από το στήθος
- σαν γλυπτό των αρχαίων ευσμίλευτο -
δείχνει να ζει.

η θάλασσα πίσω από το λόφο
δεν ακούγεται,
ακούει.

απαλά χαϊδεύω το σώμα μου,
όπως έκανε εκείνος πριν,
όπως στο ξύπνημα
απαλά θα φιλάω τα χέρια του,
δικέφαλους, τρικέφαλους δυνατούς.

και γεμίζει, και ξεχειλίζει το στόμα μου
άκρατη, πνιχτή χαρά.



ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ

για σένα στέρεψαν τα λόγια.
έγινες μια συνήθεια
σαν το ψωμί που τρως ενώ απολαμβάνεις
το ζεστό κυρίως φαγητό.

ούτε μέθη πια, ούτε εξάρσεις.

δυό μήνες είναι καιρός πολύς
για θαυμασμό μες στην καρδιά του
καλοκαιριού,
όταν οι νεαροί θεοί του Ολύμπου
σμίγουν στις αμμουδιές, στα πευκοδάση,
με θεϊκούς θνητούς,

κι έκπληκτοι
θαυμάζουν κάθε μέρα και
μεγαλύτερη ομορφιά.

τα όρια του ωραίου
απέραντα.



ΤΑΙΝΑΡΟ

εδώ βουνό ωραίο και γυμνό σαν αγόρι
πρωτόβγαλτο.
λίγες έλεγες λέξεις χαμηλά στη ζέστη
των ματιών μου.
ο πόνος σου για τους λίγους που έμειναν
έγινε δίψα για νέα φωνή,
για φιλία δωρική
στο δρόμο του Άδη.



ΤΑΞΙΔΙ

είμαστε φίλοι!
δεν έχει τέλος το ταξίδι.
κάποιοι μας κοιτάζουν σχεδόν ειρωνικά,
εμείς τραγούδι!

μας ανήκει κι η σιωπή,
εκεί στη θάλασσα
σε μια γωνιά κρυφή πολύ δική μας.
φως στο κύμα.

είμαστε φίλοι!
δεν έχει τέλος το ποίημα,
δεν έχει τέλος το ταξίδι.



ΤΑΥΤΙΣΗ

με βιαστικό το βήμα,
το κεφάλι σκυφτό,
πηγαίνει στη δουλειά
ή σε σχολή μακριά από δω.

Ο ύπνος ήταν σύντομος.
βαρύς κι ανόρεχτος, με λύπη
άφησε ζεστά σκεπάσματα,
ούτε νερό δεν πρόλαβε να πιεί,
ούτε να πλυθεί σωστά
μετά από τέτοια βραδιά,
ούτε εσώρουχο ν’ αλλάξει.

και με την εικόνα της βραδιάς,
των όλο ένταση ωρών
σε κρεβάτι ξένο - ω πόσο πλούσιο
το δωμάτιο, ευρύχωρο το διαμέρισμα ! -
η σάρκα του σκιρτά,
πόνος σχεδόν η στύση του,
λαχτάρα η ανάμνηση.
απόψε ξανά, είχαν πει,
η μέρα θα περάσει, θα τα προλάβει όλα,
θα φάει καλά θα καλλοπιστεί,
- τα νύχια να μην ξεχάσει ! -
θα πάει λίγο νωρίτερα,
φίλος τέτοιος έμπειρος ωραίος
δεν πρέπει να χαθεί !

και ένα δώρο μικρό να σκεφτεί, ναι,
η σχέση να δέσει.

ηδονή ανείπωτη πρωτόγνωρη
δεν πρέπει να χαθεί !…

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2011





ΣΥΝΕΣΤΙΑΣΗ

κι όπως το βράδυ προχωρούσε στη νύχτα,
και πρόσωπα και λόγια ζωήρευαν,
πιο ελεύθερο το γέλιο, άπληστη γουλιά το κρασί,
νοητά σε απόσταση από τους άλλους, αναρωτιόμουνα
με πόσους, ή με ποιούς, με ποιόν απ αυτούς
θα ήθελα το ξημέρωμα να με βρει στο ίδιο κρεβάτι,
με ποιόν, με ποιούς ν' ανταλλάξω
λόγια ύπουλα, βλέμματα αβέβαια διερευνητικά,
ένα χέρι σκόπιμα σφιχτά στον ώμο,
με ποιόν θα έμπαινα στο απρόσωπο δωμάτιο,
από ποιόν ν' αντλούσα ηδονή, ηδονή σπάταλη,
σπίθες οριακές
μυς για μυς που να μην τρέμει από άκρατη αποδοχή
του άλλου,
σε ποιόν, αλήθεια, να παραδοθώ ;

αλλά απ την απομόνωση του ηδονιστικού οράματος
μ' απέσπασαν φωνές και γέλια, ξαναγινόμουνα
μέλος της παρέας, και γέλασα το ίδιο δυνατά με όλους, χωρίς να ξέρω,
από ανάγκη να επανενταχτώ, χωρίς να ξέρω το αστείο.

χωρίς να ξέρω ότι το αστείο εσένα αφορούσε,
το αθλητικό σου σώμα, κάτι υποψίες, κάποιο λογοπαίγνιο διφορούμενο,
το αθλητικό σου σώμα,
που αργά, πολύ αργά τη νύχτα,
απελευθερωμένο από φόβο κι αιδώ
και σαν δύσπιστο ακόμα στην ανακάλυψη ανύποπτης ηδονής,
ως το πρωί, αλύπητα, εξαντλητικά σχεδόν βάναυσα,
απ το δικό μου υποταγμένο σώμα, την ολοκλήρωση την καταδική του
θα ζητούσε.










Τ’ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΣΤΗ ΣΕΡΙΦΟ

ήταν να ανεβώ στη Χώρα,
να βρώ γαλήνη στη σιωπή των δροσερών στενών,
στην ανώνυμη τέχνη λευκών όγκων και τοίχων
απέναντι στην ανεμώδη απέραντη θάλασσα.
οι αμμουδιές, οι άγραφοι κολπίσκοι, τρεις μέρες
με κράτησαν εδώ κάτω αιχμάλωτο αυτόμολο
του επόμενου
και του επόμενου
και του επόμενου αγοριού.

λιτό ένα δωμάτιο στο λιμάνι
τα είδε όλα, στο ημίφως ηδονές υγρές ζεστού μεσημεριού,
τις νύχτες πιο αχαλίνωτο, πιο σκοτεινό το πάθος,
στον ήλιο το πρωί, δροσερά
οι συνευρέσεις με ξένα παλικάρια μοναχικά,
μα στον υπνόσακκο, μα σ’ ολογλάφυρα νερά,
κι ευγνώμων ποιητής σε ώρα αποχαδιού
να εξυμνώ νησί και σώματα και μέρα !

ψηλά η Χώρα απόμακρη,
το άγος της Μέδουσας αθέλητα θυμάται
και σιωπηρά επεύχεται ελευθερία κι ομορφιά
στις σπονδές, αρχαίω τω τρόπω.

Τρίτη 22 Μαρτίου 2011


ΣΤΟΝ ΑΠΟ ΑΛΛΗ ΦΥΛΗ 

γυφτόπουλο δεκάξη-δεκαεφτά,
των λυγερόκορμων νέων της φυλής του ο ομορφότερος,
μελαχροινός, σαν ο ήλιος μόνο γι' αυτόν να καίει,
κατέβηκε στη θάλασσα, βούτηξε,
βγήκε σαν χάλκινος θεός,
κι αναποφάσιστος ανάμεσα στον πόθο και το πώς,
έρχεται αργοσάλευτα βράχο-βράχο πιο κοντά μου,
και στα κλεφτά χαϊδεύεται.

σε μια ανάσα απόσταση έφτασε
κι ακόμα με ζυγίζει.

κι όταν αναπάντεχα ταυτόχρονα
τα διερευνητικά μας χέρια, τρέμοντας, σμίγουν,
στο σφίξιμο το αμοιβαίο, το ηδονικά αργό,
τα μαύρα του μάτια κλείνει, και μ' ένα βήμα ακόμα,
στόμα προς στόμα,
παραδινόμαστε.




ΣΥΓΚΡΙΣΗ

ο ήλιος κυλούσε υγρός στην πλάτη του.
με το μακρύ σανίδι που σήκωνε
όλοι του οι μύες άνθισαν.

αγόρια του λυκείου
περνούσαν τάχα ατάραχα.
αργότερα,
στη θάλασσα, κρυφά τους ώμους,
την όλη κορμοστασιά των φίλων τους
με αυτό το σώμα θα συγκρίνουν…

θολή θα είναι η ματιά.



ΣΥΓΧΥΣΗ 

σκοτείνιασε τ'απόγευμα ξαφνικά.
απ τη μικροσπηλιά
αν βγάλω το κεφάλι έξω, στον ουρανό θα χτυπήσω.

η θάλασσα κάτω μια άχρωμη μάζα.
απέναντι αστράφτει, μα ήχος δεν ακούγεται,
η παραλία κι απ τους λίγους άδειασε.

μ' αυτό τον καιρό, αδύνατο, δεν θάρθει.
σαν έμβρυο, ακίνητο, δεν περιμένω πιά.
αλλά η ελπίδα λύχνος αδύναμος,
μήπως σαν τη δίψα τη δική μου η δίψα του.
η ψάθα για δυό στρωμένη, για δυό ο χώρος,
για διάλογο χαδιών, για ανάσες δυό, για τα αλόγιστα φιλιά,
για επαφή ως τα έγκατα του εαυτού μας,
για ταύτιση, ταύτιση σωμάτων
σε μιά, σε μιά ηδονική κραυγή !

δεν θάρθει.
και τόσο τον ποθώ !
ζεστή απ την ανάμνηση του μεσημεριού ακόμα η σπηλιά.

και σαν να οδηγεί το χέρι του τα δάχτυλά μου,
το χάδι του νιώθω
το ευαίσθητο σφίξιμο στις θηλές
που σκλήρυναν.
και στο διογκούμενο κύμα της ηδονής
ο νούς, μιά όνειρο, μιά ώρα πραγματική,
διαχωρισμό δεν μπορεί πιά,
για το ποιό χέρι δικό μου, ποιό δικό του,
για το ποιό σώμα ποιό.



ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΗ

τον ομαδάρχη της διπλανής ομάδας
όταν αντίκρισα για πρώτη φορά,
άθελά μου τα μάτια μου το σώμα του ψαχούλευαν,
που τόνοιωθα όμορφο σαν αίλουρο.
άγνωστο γιατί, σώμα εφήβου πρώτη φορά
γλυκά με τάραζε, μυστηριωδώς γλυκά, δέκα χρονών παιδί.

δεν ήταν τα σγουρά μαλλιά του, πλούσια σε μέτωπο ήρωα,
το χνούδι στο άνω χείλος ελαφρό,
δεν ήταν η φωνή του η δυνατή,
τα χέρια του μεγάλα με τις αρτηρίες, τα νευρώδη πόδια,
ήταν το αυθόρμητα ωραίο,
ήταν ο παλμός του σώματός του, σαν οδηγούσε τη διπλανή ομάδα
στη θάλασσα - όλο και θα σκόνταφτα για να κοιτάζω
αυτό το σώμα το σφιχτό, σκουντήματα διπλανών δεν μ' ένοιαζαν,
αρκεί τα μάτια μου προσηλωμένα...

ήθελα νάμαι αδερφοποιητός του,
νάχουμε μυστικά κοινά, κρυψώνες,
έβλεπα τους δυό μας σε διαβίωση πρωτόγονη,
μόνοι στον κόσμο, σε ερημονήσι,
και να φυλάγω - σε ερημονήσι από ποιόν κίνδυνο ; -
την ώρα που θα γδυνόταν για να πέσουμε στη θάλασσα.
ζεστά, πυρωμένα τα μάγουλά μου,
το σώμα μου σε παράξενη γλυκιά παραλυσία τυλιγμένο, στη σκέψη ότι
κρυφά θα τον κοίταζα...

εβδομάδες τρεις του καλοκαιριού,
η φαντασίωση αυτή : νάμαι δίπλα του και
ένα-ένα τα ρούχα του να αποβάλλει,
συχνά με κυνηγούσε, απαγορευμένα, αμαρτωλά,
μα πρωτόγνωρα ελκυστική τόσο που γρήγορα εθίστηκα
δέκα χρονών παιδί,
στο άμορφο ακόμα σχήμα, το πέρα απ τον ορίζοντα :
παιδί, έφηβος, άνδρας, έντονα τη ζωή μου μ' αυτόν,
τον έφηβο, να ζούσα.

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011






ΣΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΜΑΝΤΙΝΕΙΑΣ

καθόταν στις κερκίδες στα δεξιά.

τον είχα ακολουθήσει από το δρόμο,
σ’ αρκετή απόσταση, θαυμάζοντάς του
το βήμα ελαστικό, τη λεπτή μέση,
την ανεμελιά στο ντύσιμο, τον αέρα στα μαλλιά,
το μελαχροινό το σβέρκο
κάτω από ήλιο ανοιξιοκαλοκαιριού.

το θέατρο έρημο σε τόπο έρημο.
καθόταν στις κερκίδες στα δεξιά,
ακίνητος για όση ώρα περπατούσα μες στο χώρο,
εξετάζοντας, σαν ειδικός να ήμουνα,
αργά, και πιό αργά στο τέλος,
την κάθε λεπτομέρεια,
και κάθε πεντε βήματα, το βλέμμα μου
γύριζε δειλά σ’ αυτόν.

ακίνητος εκείνος πάντα,
τους δυνατούς αγκώνες στα γυμνά του γόνατα,
σε συλλογή απόμακρη.
ούτε περνώντας πολύ κοντά του, με χτυποκάρδι
εφηβικό, δεν σήκωσε το σγουρό κεφάλι
- ή μήπως η ματιά του
αναμετρούσε κρυφά τους ώμους μου, την πλάτη, τους μηρούς,
κι ανύποπτος εγώ ;

κάθισα στ’ αριστερά, αμήχανα,
κι απανωτές εικόνες γέμισαν το θέατρο :
το πώς θα τον πλησίαζα,
το πώς θα αντιδρούσε, με ποιά κίνηση χεριών,
τα πρώτα μας χαμόγελα, δυό πύρινα μάτια,
τη βέβαιη ανταπόκριση,
την έξοδό μας, πια μαζί.
κι αγχώδες το ερώτημα :
πού θα πάμε, άδενδρο το μέρος,
μακριά οι πλαγιές, χωράφια ένα γύρο.
πού θα πάμε ; πίσω στον απέναντι παράταιρο ναό ;

και ξαφνικά το όνειρο σπάει,
ήδη με δρασκελιά ταχειά, κι αλλού πηδώντας,
διατρέχει το άνω διάζωμα – ό,τι απέμεινε – όλο,
κοιτάζοντας μακριά,
κι από την άκρη κατεβαίνει στο κέντρο της ηλιόθετης ορχήστρας

όπου

με το νεανικό, πιο νεανικό ακόμα απ’ ο,τι περίμενα πρόσωπο
στραμμένο επίμονα σ’ εμένα,
με αλαζονικό χαμόγελο
τελετουργικά αργά αρχίζει να γδύνεται…



ΣΤΟ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ

παρά τα ατίθασά του χρόνια
ήταν περιποιητικός πολύ,
ωραίος στο πρόσωπο, ως την υπερβολή !
τέσσερεις φορές τον φώναξα κοντά μου
- για το αλάτι, για κρασί, για δεύτερο ποτήρι νερό,
για κάτι ασήμαντο ακόμα -
για να τον βλέπω να κινείται στην άδεια σχεδόν αίθουσα
με άλλου χώρου παράστημα :
μηροί, μέση, κι ώμοι του ήλιου.
το στόμα μου σκλήρυνε με το που πλησίαζαν
τα χέρια του με το νευρώδη καρπό,
όταν, με θερμή χάρη, στα μάτια το χαμόγελο,
στο τραπέζι ερχόταν, για να φέρει τα ζητούμενα.
και τρώγωντας αφηρημένα, με γεύσεις άλλες
με αισθήσεις αιχμάλωτες, πυρετωδώς σχημάτιζα
λέξεις, ερωτήσεις που εύλογα ή μή θα μπορούσα να του κάνω
για την επαρχιακή αυτή πόλη, ερωτήσεις πονηρές
και λόγια που τ' άλεχτα εννοούν...

και χορτάτος σαν μέσα από όνειρο,
με την πρώτη απερισκεψία του κρασιού,
ξανά τον φωνάζω, και
κύμα το αίμα στο κεφάλι μου,
στο στόμα το γνώριμο αψυτέντωμα,
όπως, πρόθυμος πάντα, αλλά τώρα κυρίαρχα νέος
και συνειδητά επιθυμητός
με βήμα περιπαιχτικά αργό καταπάνω μου έρχεται.



ΣΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ


δίπλα μου στάθηκε – ήρθε να σταθεί;
και το αμάνικο χέρι του, μακρύ, μέσα στον κόσμο της γιορτής
ένας ηλιόσταλτος πειρασμός.
σε λίγο οι ψαλμωδίες και τα λόγια των ιερέων τέλειωσαν,
σκορπίστηκε ο κόσμος.
τα μάτια μου χάσανε το αγόρι.
να ακολούθησε γνωστούς, όπως εγώ ;
να μπήκε στην εκκλησία για προσκύνηση ;
τα μάτια μου έγιναν δίχτυα, γύρους έφερνα.
και νάτος ξανά, όχι κοντά,
και πρώτη φορά είδα το σώμα του ολόκληρο:
κεφάλι σγουρό, σκούρο το δέρμα,
οι κνήμες ακάλυπτες, σκληρό βήμα αθλητού.
σ’ ένα χαιρετισμό που γνωστοί που απεύθυναν
χάθηκε πάλι – προς τα πού να πήγε ;

κάθησα σ’ ένα πεζούλι κεντρικά
κι όλο άγχος τα μάτια μου, αγώνας.
σ’ ένα τοιχίο μές στους θάμνους, ναί:
τα πόδια του, τα πόδια του αναγνώρισα.
να σηκωθώ δεν πρόλαβα και πήδηξε κάτω στο πλακόστρωτο,
κι από μακριά σταυρούμενα τα βέλη κοιταχτήκαμε
και
μια γρήγορη κίνηση του χεριού
ώ του μυώδους νεανικού αμάνικου χεριού
το πανηγύρι άνοιξε της βραδιάς
το πανηγύρι…



ΣΤΟ ΠΛΟΙΟ

στο ατέλειωτο ταξίδι για την Κάλυμνο
με δέκα δώδεκα νεαρούς έκανα παρέα,
νέοι πολύ, έφηβοι από χτες,
με μάτια κάρβουνα, με χέρια τολμηρά,
και με όνειρα που εγώ δεν είχα πια...

ο έρωτας ο ιδανικός σε άγνωστα νησιά.
ταξίδια ταξίδια ταξίδια εξωτικά,
παιχνίδια στο νερό,
η πάλη για μια κοπέλα,
η αναγνώριση.

συζητούσα με την παρέα όλη νύχτα,
μα νύσταζαν στο τέλος,
κι ένας ένας, σαν παιδιά ακόμα
αποκοιμήθηκαν.
κι ο τελευταίος, ο λίγο μεγαλύτερος
και τολμηρότερος
έμεινε κοντα μου.
κι από τα αστέρια ζητούσε εκμυστηρεύσεις,
κι από το κύμα πειρασμούς.

μα μελαγχολικά αδράνησα στην αρχή
μελαγχολικά αναπολούσα δε ξέρω τί καταστάσεις
κι αισθήματα λίγα μόνο χρόνια πίσω
αλλά ήδη απροσπέλαστα.

κορύφωση, πάντως, στα γρήγορα, έγινε.

κι όταν έφτασε το πλοίο,
δεν ξέρω από ποια τροπή
σαν κλέφτης
μόλις πάτησα προβλήτα, εξαφανίστηκα.

Κυριακή 20 Μαρτίου 2011


ΣΗΜΕΙΟ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗΣ

το σκοτάδι συμπύκνωνε μυρουδιές βαριές,
κόπρανα, ούρα, υγρασία, αποσύνθεση.
μα το σαν από άλλον κόσμο χέρι
που ζεστά τη μέση μου χάϊδευε,
σάρκα ζωντανή σε τεντωμένους μύς,
στη μαγεία της ώρας το χώρο αναιρούσε,
και το φιλί ήταν γληνόγλυκο πολύ,
το φιλί που, ένα τέταρτο αργότερα,
στο ήσυχο νεανικό δωμάτιο,
από απόλαυση ασήκωτη θα μ' έκανε να ανοίγω
τα σκέλη μου ατέλειωτα,
ατέλειωτα να θέλω να ανοίγομαι,
ταπεινωτικότατα να δοθώ !







ΣΤΑΘΜΟΣ

η νυχτερινή αμαξοστοιχία μόλις έφυγε,
στο κενό πέφτει ξαφνικά η άδεια αποβάθρα.
μείναμε λίγοι : άτονα βήματα πάνω-κάτω
σέρνουν τη νύχτα από κάθε κρυφή γωνιά
προς μάτια που κάτι ακόμα αναζητούν :

άλλος στέγη, άλλος παρέα, άλλος με
καυτή σάρκα επαφή, άλλος ηδονή παράφορα
ιδιότυπη, άλλος την ευκαιρία γι’ απάτη
και κλοπή.

βαθμιαία τα βήματα καταλήγουν σε ακινησία.
η πλάτη στον τοίχο αλλά βαρύ φορτίο
το κεφάλι.
απ τους δυό τρεις, σε ποιόν θα πέσει ο κλήρος
να γίνει πρόξενος ηδονής, σύντροφος ηδονής,
φίλος για μια νύχτα
στο φτηνό ξενοδοχείο απέναντι ;

γυμνοί στο κρεβάτι
με κερασμένες λέξεις, τί έχουμε να χάσουμε ;







ΣΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ

ελαφροέτρεχε
στη χλόη της νησίδας,
θεός εφήβων σ’ έναν κόσμο μηχανών,
προπόνηση να προλάβει;
ή για ανταγωνισμό με τ’αυτοκίνητα
σειρές ατέλειωτες σε κίνηση αιχμής…
ελαφροέτρεχε.

κι όλο πιο ξεκάθαρα,
απ τον καθρέφτη, ή στα πλάΙ μου κοντινά,
μπροστά μου έπειτα σαν έκλεινε ο δρόμος πιο πολύ,
τον παρακολουθούσα
ταραγμένος από άκρατη επιθυμία
αυτό το σώμα να σφίξω πάνω μου, με τους μυώνες αυτούς
να σμίξω να χαθώ
να παραφέρνομαι ξέφρενα.

βγήκ’ απ’ τ’ αυτοκίνητο,
πίσω του έτρεξα στην πράσινη νησίδα,
και φτάνοντας στο ύψος του
τον έπιασα στον ώμο
και χαμογέλασα.

σαν από ένστικτο κατάλαβα
πως χέρι στον ώμο και χαμόγελο θα τάλεγαν όλα.