Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2011


ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ

φεύγοντας απ τη θάλασσα,
με το αβέβαιο βήμα νωπών ηδονών,
στο μικρό ύψωμα στάθηκα να δώ
τη σιωπηλή ράχη των βράχων,
τα στενά περάσματα του πειρασμού,
και το γαλάζιο, το γαλάζιο το απέραντο,
το γαλάζιο τον κόσμο, ώρα μεσημεριού.

και στεκόμουνα κει με δέος και λαχτάρα.
γοητευμένος, σαν νάταν νέο τοπίο της ζωής μου,
η αναζήτηση του έρωτα μόλις σα νάρχισε.

στεκόμουνα κει με δέος και λαχτάρα
κι επιθυμία αιχμηρή,
όταν νέος, έφηβος κραταιός - μυώδεις ώμοι ξανθοί στο φώς -
αθόρυβα προσπέρασε.

θα μείνω.
θα κατεβώ ξανά στα βράχια, σε γλώσσες αμμουδιά
ίσα για δυό.
θα ξαναφορέσω το φυσικό μου ρούχο,
δίπλα στη θάλασσα, το φυσικό μου σώμα.
θα εκλιπαρώ.  θα γίνω πάλι το ζώο
που λέγεται άνθρωπος πριν τον αγγίξει
ερωτικά στο έπακρο άνθρωπος άλλος.



ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΚΑΒΑΦΗ

στο λήθαργο του μεσημεριού, άγρυπνος,
μέσα σε πλήθος από χειρόγραφα και σχέδια,
έψαχνα την εικόνα της ζωής μου.

και πώς πέρασε η ώρα, δεν κατάλαβα.
νύχτωσε.
η τεράστια κάτω πόλη ανάβει τα κεριά
εκατό-εκατό.
βουνά και λόφοι συγχωνεύτηκαν με τ’ αστέρια.
η ζωή μου άλλες εικόνες ανασύρει,
μια ανάπαυλα.

θα βγω να βρώ άγνωστους στρατιώτες
σε άλση ανονείρευτα.
θα βγω να μεθύσω στο κρασί,
αν πάλι ανέφικτη η ακραία ήδονή
μοιρασμένη με όποιον...
θα βγω να εξαντληθώ, να εξαντληθώ.

αύριο, ανανεωμένος,
τον ήλιο θα φέρω στην εικόνα της ζωής μου.



ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ

όπου νέα οικοδομή,
τα βήματά μου σοφά επιβραδύνω.
από μακριά, με βλέμμα ζωγράφου
τους νέους οικοδόμους να δώ.
κάτω από τα ρούχα της δουλειάς, τα λίγα άλλωστε,
να μαντέψω ζωντανών κούρων μέλη μελαχροινά,
σώματα-κράχτες του έρωτα, προκλητικά διαθέσιμα
στ' άπληστα μάτια μου του θαυμασμού.

όπου νέα οικοδομή,
κι όσο πλησιάζω,
τα μάτια μου με πύρινο δέος το νεώτερο,
τον ομορφότερο των οικοδόμων αναζητούν,
το σώμα-ποίημα, που με τις κινήσεις του των άλκιμων μυών
παραπέμπει σε όνειρα, όνειρα συνεύρεσης,
όνειρα συμμετοχής σε συμπλέγματα εναγκαλιασμού
με διέγερση εξαντλητική του κάθε ηδονοφόρου πόρου.

όπου νέα οικοδομή,
σε μυριάδες σαν κι εμένα άνδρες
επιθυμίες αναβλύζουν - που όνειρα θα μένουν.



ΝΕΑΡΟΣ ΟΙΚΟΔΟΜΟΣ

στην οικοδομή φτάνει πρώτος, πολύ πρωί,
εσωστρεφής, αμίλητος,
στο χέρι το δεματάκι το ψωμί,
το σώμα του παγιδευμένο σε ρούχα αναδεικνύοντα,
θεός Απόλλων μετενσαρκωμένος.
για τη δουλειά, με τους άλλους
και υπό των άλλων το βλέμμα το κρυπτοφθονερό, θα γδυθεί,
ρούχα ακόμα πιο πρόχειρα θα βάλει,
και όπως η ώρα ηλιακά προχωράει
προς το λιόπυρο μεσημέρι,
θα γυμνώνεται ως το ελάχιστο...
ο ερωτισμός του όλος
τότε σαν χορός ελληνικός
ξεσπάει στο φώς
και τραγούδι οι κινήσεις του,
τραγούδι η ματιά του η διερευνητική
μέσα στο δεός των ματιών μου,
και κραυγή η κομμένη μου ανάσα,
το διεγερμένο ως τον πόνο σώμα μου, γι' αυτόν,
το νεαρό οικοδόμο, το ηλιόπαιδο.



ΟΙΚΟΔΟΜΟΣ ΗΔΗ 

αν ήταν η άνοιξη πιο προχωρημένη
θα δούλευε μισόγυμνος,
και θα τον ζήλευαν τ' αγόρια του λυκείου.
μα κι έτσι, με τα ρούχα της δουλειάς,
με τα τριμμένα λεπτά μάλλινα
ένα στρώμα σκόνη και χρώμα
να του σφίγγουν ώμους λευτεριάς,
που διψάν για ήλιο, ώμοι για δάγκωμα,
έξοχα ερωτικός βγαίνει στο φώς το θαμπό,
κι ακούραστα ρυθμικά φτυαρίζει,
κάνει τον αμμοχάλικο λάσπη.
τα χέρια του μεγάλα, θέλω να σφιχτώ σ' αυτά,
σε χέρια και μηρούς ασκημένους να χωθώ,
από τη μυώδη μέση του ρυθμό,
ρυθμό δικό του να ακολουθήσω,
στη δίνη τη ζωώδη, στη δύναμη την ηδονοκέραστη
των λαγόνων του να χαθώ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου