ΔΟΝΟΥΣΑ
μικρό και μακρινό νησί,
ποιό άγαλμα εφήβου ξεχασμένο
ζωντάνεψε εδώ χτες;
στο γυμνό, κατάγυμνο μαρμάρινο ακρωτήρι
στήσαμε βακχικό χορό.
το σύμπαν απόν, η Νάξος ανήμπορη, μακριά.
καλέσαμε γεύσεις αναιδούς ηδονής
που με τον ήλιο άδολο τάχα σύμμαχο
μας εξουθένωσαν.
αλλά η νύχτα, στο δωμάτιο από γαλάζιο και λευκό,
χάδια έφεύρε κι άλλα, οίστρο μυστηριακό,
και μόνο προς το ξημέρωμα
δοθήκαμε στον ύπνο, ένα σώμα,
στ' άποβατευμένα σεντόνια δυό σατύρων σκιά.
ΔΩΡΟ ΗΛΙΟΥ ΚΙ ΑΝΕΜΟΥ
άνεμος ηλιόντυτος
σαρώνει την ακτή.
από απάνεμη γωνιά σε βλέπω να πλησιάζεις,
την ψάθα, τα ρούχα σου δεμάτιο στο χέρι.
άνεμος ηλιόντυτος
παρέα ζηλευτή μου φέρνει.
μικρή η απάνεμη γωνιά, αλλά όπου ψάθα
χωράν και δυό κορμιά.
άνεμος ηλιόντυτος
στ' αυτιά μας χίλια λέει.
στην απάνεμη γωνιά μας λακωνικός ο λόγος:
μ' ένα χάδι σβήνει η απόσταση, χέρια σκληρά
μετουσιώνονται σε άκρατη αγαλλίαση,
χείλη γεύονται χείλη άπληστα.
άνεμος ηλιόντυτος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου