ΩΡΕΣ ΧΑΜΕΝΕΣ
το πρωί προχωράει προς μεσημέρι.
αναποφάσιστος, άδειος από διάθεση,
παρακολουθώ τον ήλιο να καίει το δωμάτιο,
το δωμάτιο να χάνει χρώμα και ηχώ,
κι εγώ να περιμένω,
να περιμένω,
να μήν περιμένω πια.
δεν θάρθει. τί θα κάνω ;
έξω, παρέες αργοπορημένα ξεκινάν για θάλασσα,
ελαστικοί δρασκελισμοί χαμένων αθλητών, υπεροπτικές φωνές.
μέσα από τη σκόνη του παράθυρου
μετράω πέντε σώματα λαχταριστά ευκίνητα,
αρμονία κίνησης και μορφής,
πέντε νεαροί, ο ένας τους - ο ωραιότερος -
ηλιοχαρής, ήδη μισόγυμνος.
τα μάτια μου έντονα τον αφομοιώνουν,
οι λαγόνες μου έντονα τον καλούν.
κι η παρέα των αγοριών περνάει,
με πονηρά σκουντήματα,
με άκρα ανεμελιά.
χωρίς να βρώ τη δύναμη, ορμητικά τη δύναμη
να φωνάξω : παιδιά περιμέντε, έρχομαι κι εγώ !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου