ΧΡΕΟΣ
από οίκτο, από περιέργεια
δέχτηκα χτές από γέρο άνθρωπο τα χάδια.
και νόημα ιερού χρέους μου έρχεται στο νού.
τη δύναμη στα διάφανα τα δάχτυλά του, λευκά δάχτυλα αρπαχτικά,
δεν την περίμενα.
το πεινασμένο στόμα με χείλη υπέρλεπτα
αχόρταγα το σώμα μου υγρά να φιλάει, ηδονικά ελάχιστα.
απώθηση προκαλούσε.
την άρρυθμη φρενίτιδα για ολοκλήρωση, τη δύναμη της απελπισίας
τη βία της απελπισίας στο σώμα μου απάνω, τα δάχτυλα-μαχαίρια
υπέμενα στωϊκά.
απότομα σταμάτησε, απόκαμε.
τότε, σαν αστραπή, στα μάτια του τον εαυτό μου διέκρινα :
τα δικά μου χέρια, τα χείλη μου, το μυώδες αυτό σώμα
δεκαετίες μακριά σε όμοια απελπισία παραδομένο,
και να μή στέρξει, να μη θέλει να ζητά, να μή μπορεί.
και βάλθηκα με ψίθυρο στοργικό, με χάδια απαλά, με φιλιά φευγαλέα
σε σάρκα κρύα, χαλαρή,
να μεταγγίζω αναλαμπές ορμής, ψήγματα κραταιάς ηδονής,
με την έμμονη ιδέα να εξιλεωθώ για τα ακμαία μου νειάτα.
κι όταν στο τέλος ανάνηψε, πρόθυμα του δόθηκα :
θυτήριο του σήμερα
για το νέο άνδρα που σε σαράντα χρόνια
στο σώμα μου θα σκύψει, ηδονοφόρος ποθητός.
ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΩΝ ΤΕΛΟΣ
σώρευσα κάποιες εμπειρίες,
αρκετές για να διακρίνω
γενετήσια ανάγκη από έρωτα, έρωτα από αγάπη,
αγάπη από στοργή, στοργή από φιλία,
ερωτισμός από λαγνεία, αισθητική αναζήτηση από
δεν ξέρω άλλο τί...
γι' αυτό,
άνετα ξαπλωμένος, έτοιμος για την επερχόμενη θέρμη,
αλλά με τη σκέψη μου ακόμα ψυχρή,
ξέρω πως θα με πλησιάσει απόψε όχι ένας φίλος, ή ένα αγόρι,
αλλά απλώς ένα σώμα.
ένα σώμα μεθυστικά αρμονικό,
ένα σώμα με τέλεια ερωτική ανταπόκριση,
σάρκα μελαχροινή ντυμένη ηδονή,
το σώμα των πιο εκρηκτικών μου φαντασιώσεων!
όχι σώμα φίλου ή αγοριού :
σαν άτομο ούτε που μ' απασχολεί, ένας αδιάφορος νέος
που νομίζει ακόμα πως μόνο η εμφάνιση μετράει.
ΨΥΧΗ
δεν άξιζε,
δεν άξιζε ο απόψε κατά τύχη σύντροφος.
ωραίος ναι, πρόθυμος και για χαρές εκλεπτυσμένες,
μάλλον υπάκουος, με μύς πολλών ασκήσεων και δύναμη,
σώμα σαν από άλλη, μακρινή σκληρή φυλή,
εξωτική συνεύρεση, θαύμαζα στην αρχή.
λόγια ελάχιστα έλεγε, φτωχά τα ελληνικά του,
αλλά και σ’ έντονα σκιρτήματα
αθόρυβα, σεμνά την ηδονή του πήρε,
η ανάσα του μόλις πιο καυτή,
πιο σκοτεινό του το βλέμμα.
στο καταλάγιασμα, με το πόσο βιαστικά
αδέξια φόρεσε τα άστοργά του ρούχα,
και κίνησε να φύγει, να τελειώνει,
κατάλαβα πως
είχε διαθέσει το σώμα του ψυχρά,
απελπισμένος που όλοι επιμένουν
κάτι να του δώσουν - άλλος ένα γεύμα,
άλλος χρήματα - για να ζει λίγο καλύτερα,
να συντηρεί το σώμα του
κι όσο για ψυχή…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου