Τα δύο ποιήματα που ακολουθούν, γράφτηκαν την ίδια μέρα, και συμπληρώνουν το ένα το άλλο.
ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΘΗΡΑ, το αγόρι
λάβα εδώ δεν έτρεξε.
αριστερά-δεξιά – και πόσο κάτω, σαν ο ίλιγγος
να μη μετράει την κατάδυση των ματιών –
οι μαύρες αμμουδιές του κόσμου
των γυμνών…
πόσο μόνος, πόσο τρωτός
ο νέος που εδώ πέρα ανηφορίζει χωρίς σύντροφο
παρέα.
κι αν θυμάται ονόματα επιγραφών,
αν ξέρει αρχαία,
διπλός ο πόνος, πιο άδεια η πόλη
- αν ήταν, αν ήτανε πόλη ποτέ
αυτό το στρατόπεδο του γαλάζιου όπου νειάτα και κάλλος…
λάβα εδώ δεν έτρεξε.
αγόρι του διπλανού νησιού
μην ντρέπεσαι που θέλησες με μάτια δειλά
να βρεις την επαλήθευση,
αυτά που τάχα αδιάφορος
με ψεύτικο σαρκασμό – ω ναι, το ψεύτικο! –
αυτός που για φίλο επέλεξες,
σου είπε για τη Θήρα,
για αρχαία ήθη, αρχαία δρώμενα
και δίψασες όσο ηφαιστειοπληγής
δεν δίψασε ποτέ!
ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΘΗΡΑ, η περιήγηση
και νάτος πάλι:
από πάνω γυμνός, με την άκρα ομορφιά των αυτόφωτων μυών,
κορμί εφήβου γυαλιστερό, στο φθόνο του ήλιου άφοβος,
οι κνήμες του μάρμαρο παριανό,
εδώ ψηλά στα δύσβατα μόλις με προσπέρασε.
θα είδε πως απομονώθηκα,
πως μελετούσα θεμέλια και γκρεμούς
στοχαστικότερα από τους άλλους,
και πως ήδη από χαμηλά στην είσοδο
με μάτι άπληστο τον αποκοίταζα,
με βλέμμα προσδοκίας.
προσεκτικά βαδίζει.
πλαγιοπαρατηρεί αρμούς, γωνιές και αποκλίσεις,
κλεφτά μάλλον κι εμένα, το διστακτικό μου βήμα τώρα πίσω του.
κι εδώ στο τοις φίλοις χώρο της Ελλάδας το κατεξοχήν
τω φίλω αφοσιώνομαι, και τούτος ο περίγυρος
που χρόνια σαν πολιτεία ιδανική λογίζω
– ιδανικών ηδονών γαρ τόπος! -
στο καύμα του ήλιου διαλύεται
και μένει αυτός:
οι ώμοι, η πλάτη αυτή, πόσα μάτια, πόσα χάδια έχει σηκώσει
ανέμελα, εν αγνοία;
προσεκτικά βαδίζει.
από τη Θήρα των Σπαρτιατών, τη Θήρα των Πτολεμαίων,
ελάχιστα βλέπω πια, τίποτα.
να δεις που και την Οικία του Φαλλού θα χάσω
- τόση, τόση σ’ εκείνον όλη μου η προσοχή.
στο θέατρο, στο άνω διάζωμα, δίπλα-δίπλα σιωπούμε.
αχ, αν εδώ βρω ευφράδεια ρήτορα,
μαγεία ηθοποιού,
θα τον κατακτήσω, ναι, θα κατηφορίσουμε
ριψοκίνδυνα βιαστικά κερκίδες που κάποτε ήταν,
θα εξαφανιστούμε σε παρασκήνια που κι αυτά κάποτε ήταν,
κάτω αριστερά, όπου πυκνά τα πεύκα,
και τέσσερα χέρια, δυό σώματα εν καμίνω
θα παίξουν πειστικά ένα έργο
παλιό σαν την εφηβική ηλικία των αγοριών,
παλιό σαν τη λέξη ηδονή
σε γλώσσες στρατιωτών πανάρχαιες, ερειπωμένες…
αλλά ενώ από ηδονικά οράματα είχα καθηλωθεί
- ήλιος και στύση ένα -
εκείνος αλλού προχώρησε και
μόνος στέκομαι σε θέατρο άδειο θεατής.
θεατής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου