Πέμπτη 21 Απριλίου 2011

Εξιστόρηση (18)


Σημείωση για τους αναγνώστες που δεν θέλουν να παρακολουθήσουν την «Εξιστόρηση»: Κατά τους μήνες Φεβρουάριο και Μάρτιο 2011 αναρτήθηκαν κάπου 260 ποιήματα, όλα αφιερωμένα στη φιλία και τον ερωτισμό άνδρα προς άνδρα, ποιήματα εντελώς αυτόνομα.

Αντιθέτως, το έργο «Εξιστόρηση», που αναρτάται αυτές τις μέρες, αποτελείται από 94 ποιήματα, απόλυτα συνδεδεμένα μεταξύ τους, με συγκεκριμένο θέμα τη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σ’ ένα νεαρό και έναν άνδρα μεγαλύτερο. Θέμα ακανθώδες. Ολοκληρωμένη ιστορία. Έργο ποιητικής φαντασίας και ελευθερίας.

Προτείνεται στους αναγνώστες να διαβάζουν τα ποιήματα της «Εξιστόρησης» με τη σειρά που θα αναρτώνται. Κάθε ποίημα διατηρεί φυσικά την αισθητική του αυτονομία, αλλά εντάσσεται σαν κρίκος σε μια αλυσίδα. Ο ποιητής δίνει το λόγο στον άνδρα, που, απευθυνόμενος στο νεαρό, θυμάται, καμιά φορά ώρα προς ώρα, μέρα προς μέρα, και εξιστορεί...

Τα επόμενα τρία ποιήματα είναι ποιήματα φαντασιώσεων.
Ο άνδρας, κάπου μόνος στη θάλασσα, από τον οίστρο του για το νεαρό, δεν αντέχει και προδίδει το ίνδαλμά του, όχι με έναν αλλά με δύο ξένους που βρίσκει εκεί. Ακατανόητο, ίσως.

Αλλά στο δεύτερο ποίημα, η προδοσία εξηγείται: ο άνδρας αρχίζει και φοβάται τη διαφορά ηλικίας και προδίδει ξανά, έστω αν η αυτοϊκανοποίηση της στιγμής γίνεται με τη φαντασίωση ότι ο νεαρός την προκαλεί.

Και στο τρίτο ποίημα, τρίτο πρόσωπο, ένας μαθητής που περιμένει στο δρόμο γίνεται αφορμή σύγχυσης με το νεαρό που ο άνδρας «βλέπει» διαρκώς μπροστά του...
Σιωπηρά, οι φαντασιώσεις φαίνεται να επιβεβαιώνουν ότι στη σχέση των δύο εραστών, κάτι συμβαίνει, κάτι χαλάει...


52.
ΠΡΟΔΟΣΙΑ

πλύθηκα σήμερα
σαν την πολύπειρη εταίρα
που διαισθάνεται κοντά την κατάκτηση,
και με επιμέλεια σχολαστική
ετοιμάζεται σε ατμούς κι αρώματα.

αλλά σήμερα καθόλου
δεν συναντηθήκαμε…

έτρεξα στη θάλασσα να ξεχάσω
κι ήσουν εκεί,
καλά κρυμμένος πίσω από τα βράχια,
και πιο πέρα σ’ άλλα βράχια, πάλι εσύ.
στη θάλασσα μπαίνοντας σε είδα ξανά:
σιωπηλά κολυμπούσες ύπτια
προς πιο κρυφές γωνιές.
όπου και να γύριζα, είχες προπορευτεί.

και είδες την ανάσα του ήλιου στο σώμα μου
να εντείνεται.
είδες μεσα από τα μάτια μου
αγόρια όλο κάλλος
να βουτάν και να ταράζουν το νερό.
είδες τη δύναμη των μηρών τους
όπως έβγαιναν, την επερχόμενη στύση.
είδες άδεια την κρυψώνα
- και την ταραχή μου είδες…

κι ήσουν εκεί όταν αδόκιμα
δόθηκα
διαδοχικά σε δυό
νέους
ξένους
άγνωστους,
απελπισμένα τ’ όνομά σου ψιθυρίζοντας.



53.
ΣΠΕΡΜΑ ΜΟΥΓΓΟ

πρωί στο αμείλικτο φως του λουτρού
στον καθρέφτη,
μάτια ενός άλλου εξετάζουν
το πρόσωπο που εσύ βλέπεις
να σε πλησιάζει, με το δέος του εραστή
που, όσα κατέκτησε
ή θεωρούσε πως άλωσε:
σώμα, χάδια, ηδονή,
τα βλέπει να διακυβεύονται
να χάνονται
με μιά σου λέξη
με ένα σου νεύμα φόβου ή επιφύλαξης…

και σκοτεινιάζει ο καθρέφτης.
το βλέμμα μου ανήσυχο
απ τα μάτια στις ρυτίδες
απ το στόμα το διψασμένο
στους μυς του λαιμού, και κάτω
στο σώμα το γυμνό σε πρωϊνή χαλάρωση,
το απογυμνωμένο
από ήλιο κι αλκή.

κι όμως στο όνομά σου προφερόμενο τρίς
σιγανά κοντά στα χείλη μου απέναντι,
- κι άχνα να κρύβει το υγρό κόκκινο των χειλιών -
γίνονται τα μάτια μου τα εξεταστικά
του καθρέφτη αιφνίδια μάτια σου
μεγάλα, φωτεινά,
που λαίμαργα το σώμα μου διατρέχουν,
κι ύστερα στυλώνουν τις κόρες στις θηλές,
ηδύνονται στη θέα του πέους που θυμάται κι αναρριγεί,
τα δάχτυλα οδηγούν να αλιεύουν
ερεθίσματα σε πτυχώσεις πιο κρυφές,
για ώρα επίμονα το χέρι ενθαρρύνουν
το χέρι σου, δικό σου πια, επίμονα
σε κίνηση οικεία,
ως που να σπαρθεί άγονα
μουγγό το σπέρμα.



54.
ΣΩΜΑ ΑΛΛΟΥ

πρωί
με τον ήλιο να ρίχνει ατέλειωτη σκιά
πίσω από δένδρα, πίσω από υπόλευκες πολυκατοικίες
με ανέκφραστα παράθυρα,
στον έρημο συνοικιακό δρόμο στεκόταν ένα λυκειόπαιδο
ντυμένο καλοκαιρινά, ακόμα καλοκαιρινά.

και παρατηρώντας το κρυφά
- έμείνε κει για ώρα, μάλλον θα περίμενε συντροφιά
ή λεωφορείο σχολικό -
αιχμή ο πόνος της απουσίας σου χτύπησε τα μάτια μου.
στα όμορφα πόδια του αγοριού, γυμνά ως το μισό μηρό
με μυς εμφανείς,
στα χέρια του ήλιου, τα από άθληση καλογραμμένα,
στα χείλη του, νεαρού ζώου αρσενικού,
έβλεπα τα δικά σου μέλη, το σώμα το δικό σου, οικείο,
εσύ να στέκεσαι καταμεσίς στο δρόμο, σε δρόμο ακόμα
πιο έρημο από τούτο, πιο ηλιόσυρτο,
ψηλά στη συνοικία μας στην πλαγιά.

και δεν κατάλαβα
αν τα δάκρυα τα κύματα που πολεμούσα εν τη γενέσει να πνίξω,
ανέβλυσαν για τη μοναξιά σου αλλού αυτή την όμοια ώρα,
ή για τη δική μου απόγνωση
ενώ αργά προσπερνούσα την άγια την ορμορφιά,
την εικόνα σου, ανείπωτα ποθητή,
στο σώμα ενός εφήβου άγνωστου.

1 σχόλιο: