Τετάρτη 27 Απριλίου 2011

Εξιστόρηση (24)


Σημείωση για τους αναγνώστες που δεν θέλουν να παρακολουθήσουν την «Εξιστόρηση»: Κατά τους μήνες Φεβρουάριο και Μάρτιο 2011 αναρτήθηκαν κάπου 260 ποιήματα, όλα αφιερωμένα στη φιλία και τον ερωτισμό άνδρα προς άνδρα, ποιήματα εντελώς αυτόνομα.

Αντιθέτως, το έργο «Εξιστόρηση», που αναρτάται αυτές τις μέρες, αποτελείται από 94 ποιήματα, απόλυτα συνδεδεμένα μεταξύ τους, με συγκεκριμένο θέμα τη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σ’ ένα νεαρό και έναν άνδρα μεγαλύτερο. Θέμα ακανθώδες. Ολοκληρωμένη ιστορία. Έργο ποιητικής φαντασίας και ελευθερίας.

Προτείνεται στους αναγνώστες να διαβάζουν τα ποιήματα της «Εξιστόρησης» με τη σειρά που θα αναρτώνται. Κάθε ποίημα διατηρεί φυσικά την αισθητική του αυτονομία, αλλά εντάσσεται σαν κρίκος σε μια αλυσίδα. Ο ποιητής δίνει το λόγο στον άνδρα, που, απευθυνόμενος στο νεαρό, θυμάται, καμιά φορά ώρα προς ώρα, μέρα προς μέρα, και εξιστορεί...

Μέσα στην «Εξιστόρηση» τα 4 ποιήματα που ακολουθούν, αποτελούν ένα ενιαίο υποσύνολο.

Ο άνδρας φοβάται ότι χάνει το νεαρό και καταφεύγει στη μαγεία, στα μάγια. Άλλοι στη θέση του θα το ρίχναν σε απέλπιδα προσευχή, ή σε μέθη για να ξεχάσουν, ή στη βιαιπραγία για εκδίκηση. Ο νεαρός, με τη βαριά μουσική που ακούει, που τη συνοδεύουν στίχοι καταστροφής, στίχοι μακριά από καθιερωμένη ηθική, στίχοι που επικαλούνται μοχθηρές μορφές ενός σκοτεινού κάτω κόσμου, γοητεύεται ξανά και δίνει, χωρίς να το θέλει πραγματικά, λαβή στον εραστή του να δοκιμάσει να τον κερδίσει πάλι, με τη σαγήνη παγανιστικών, σατανιστικών επικλήσεων μέσα σε ατμόσφαιρα όμοια με κείνη που δημιουργεί η μουσική.

Στα ποιήματα αυτά, η πραγματικότητα συγχέεται με παραισθήσεις, οπωσδήποτε για τον άνδρα, λιγότερο ίσως για το νεαρό, αν και συμμετέχει. Γίνεται λόγος και για ένα ποίημα – που μένει κρυφό, και έχει υπογραφή αίματος και σπέρματος...

Στο τελευταίο ποίημα, η «θυσία» έχει συντελεστεί. Οι δυό τους επιδόθηκαν σε ερωτική περίπτυξη, αλλά ο άνδρας σα να νιώθει ότι δεν κέρδισε το παιχνίδι κι η παραίσθηση πάλι αίμα – εκδίκηση – φωνάζει.



70.
ΜΑΓΙΑ

και σήμανε μέρα έβδομη.

ο ήλιος απών,
το σώμα μου ορφανό.
σταμάτησα το μέτρημα των ωρών, των ημερών
που λείπεις.
ας είναι, σκέφτομαι.
χειμέρια νάρκη ενδύω
τα ευγενέστερα αισθήματά μου.

αγνόησέ με, πες μου ψέματα,
δώσε υποσχέσεις χωρίς αύριο,
ζήσε λοιπόν τη δική σου εκδοχή
του σώματος,
τις εύκολες των εφήβων ηδονές
που όλοι βιώνουν.

αγνόησέ με…

ως την άνοιξη.

(και κρυφά ανήκουστες ως σήμερα
προσευχές-θυσίες ετοιμάζω
σε απόμερα, για νυχτηγορία μέρη:
η νέα άνοιξη αύριο ν’ ανθίσει
στο ηλιόσυρτο ξημέρωμα, ημέρα ογδόη).



71.
ΠΗΓΗ ΤΟ ΑΙΜΑ

με επιμέλεια τα ετοίμασα όλα:
τον κύκλο της επίκλησης,
τα υπόλευκα σα νεκρικά κεριά,
το ζωντανό ακόμα ίσιο κλαδί κυπαρισσιού,
τα ειδώλια, το μαχαίρι.

κι ο νους μου
μια να ταλαντεύεται, μια να πείθεται
πως αν σ’ ακολουθώ στην πιο βαριά νύχτα
σε απόκοσμο τόπο,
στην αιχμή του φόβου
εμένα θα καλείς για να περάσουμε την πύλη,
να βγούμε ξανά στο φως.

πιάνω το μαχαίρι
κι ανήσυχα στοχάζομαι τη στιγμή,
που θα σου κάνω ψηλά στον ώμο
ανεπαίσθητα την εγκοπή,
λίγο αίμα να θυσιαστεί,
λίγο σου αίμα…

και ξαφνικά
ηλεκτρόπληκτος
μακριά μου τινάζω το χέρι,
γιατί σαν ουρλιαχτό με χτύπησε στο όνειρο
η φρίκη, η σκηνή:

βαθιά η γροθιά μου να μπήγει με λύσσα
στη σάρκα σου το άμοιρο μαχαίρι,
- με προσταγή ποιανού; -
κι από τη χαίνουσα πληγή σου
πηγή να ρέει το αίμα στον κύκλο χωρίς σταματημό…



72.
ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΑ

σου διάβασα το ποίημα
στο λιγοστό φως του κεριού.
ο λόγος έπεφτε πάνω μας
σαν νάταν ύλη, σάρκα, σκότος.
και πιο απειλητικά ακόμα από
πάνω απο τους τοίχους
οι μεγεθυμένες σκιές
να μας πλησιάζουν, να μας πλησιάζουν.
στον τελευταίο στίχο
τελετουργικά απόθεσα το φύλλο
στο γυμνό σου στήθος,
κι έκλεισες τα μάτια
με γύρω απ το στόμα σου έναν
ανοίκειο μορφασμό.

πόνου άραγε
ή άκρας ηδονής;

το ποίημα κάτω γλίστρησε
στο χαραγμένο πάτωμα.
και μες στον πόνο της απόρριψης
δεν μπόρεσα να συλλάβω
ποιανού των δυό μας το αίμα,
ποιανού το σπέρμα
κάτω δεξιά στο φύλλο,
σαν υπογραφή σε χθόνια καταδίκη.



73.
ΘΥΣΙΑ

το φως
λίγο ακόμα κράτα το κλειστό.
η ανάσα των κεριών αρκεί.
την ομορφιά σου άσε με να προσκυνήσω
κάτω από μανδύες σκιών.
από τα χέρια μου των χαδιών
ζεστός να αναδεύεται ο κορμός σου,
σμίλη κούρου αρχαίου σα νάχω ζωντανέψει
- τόσων και τόσων γλυπτών το άπιαστο όραμα:
έφηβος κι άγαλμα, άγαλμα κι έφηβος
σ’ ερωτική εναλλαγή -
κι άλκιμα τα χέρια μου
εντείνουν, εντείνουν το ρυθμό.

ως το ξημέρωμα που φρικτά θα κραυγάζει
η αλήθεια:
το ένα μαχαίρι μπηγμένο στο γλυπτό,
το άλλο να λείπει απ τον κύκλο,
κι αίμα πηχτό
να οδηγεί σ’ ανελέητους βωμούς
τα βήματά μου έξω.

1 σχόλιο: