ΣΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΜΑΝΤΙΝΕΙΑΣ
καθόταν στις κερκίδες στα δεξιά.
τον είχα ακολουθήσει από το δρόμο,
σ’ αρκετή απόσταση, θαυμάζοντάς του
το βήμα ελαστικό, τη λεπτή μέση,
την ανεμελιά στο ντύσιμο, τον αέρα στα μαλλιά,
το μελαχροινό το σβέρκο
κάτω από ήλιο ανοιξιοκαλοκαιριού.
το θέατρο έρημο σε τόπο έρημο.
καθόταν στις κερκίδες στα δεξιά,
ακίνητος για όση ώρα περπατούσα μες στο χώρο,
εξετάζοντας, σαν ειδικός να ήμουνα,
αργά, και πιό αργά στο τέλος,
την κάθε λεπτομέρεια,
και κάθε πεντε βήματα, το βλέμμα μου
γύριζε δειλά σ’ αυτόν.
ακίνητος εκείνος πάντα,
τους δυνατούς αγκώνες στα γυμνά του γόνατα,
σε συλλογή απόμακρη.
ούτε περνώντας πολύ κοντά του, με χτυποκάρδι
εφηβικό, δεν σήκωσε το σγουρό κεφάλι
- ή μήπως η ματιά του
αναμετρούσε κρυφά τους ώμους μου, την πλάτη, τους μηρούς,
κι ανύποπτος εγώ ;
κάθισα στ’ αριστερά, αμήχανα,
κι απανωτές εικόνες γέμισαν το θέατρο :
το πώς θα τον πλησίαζα,
το πώς θα αντιδρούσε, με ποιά κίνηση χεριών,
τα πρώτα μας χαμόγελα, δυό πύρινα μάτια,
τη βέβαιη ανταπόκριση,
την έξοδό μας, πια μαζί.
κι αγχώδες το ερώτημα :
πού θα πάμε, άδενδρο το μέρος,
μακριά οι πλαγιές, χωράφια ένα γύρο.
πού θα πάμε ; πίσω στον απέναντι παράταιρο ναό ;
και ξαφνικά το όνειρο σπάει,
ήδη με δρασκελιά ταχειά, κι αλλού πηδώντας,
διατρέχει το άνω διάζωμα – ό,τι απέμεινε – όλο,
κοιτάζοντας μακριά,
κι από την άκρη κατεβαίνει στο κέντρο της ηλιόθετης ορχήστρας
όπου
με το νεανικό, πιο νεανικό ακόμα απ’ ο,τι περίμενα πρόσωπο
στραμμένο επίμονα σ’ εμένα,
με αλαζονικό χαμόγελο
τελετουργικά αργά αρχίζει να γδύνεται…
ΣΤΟ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ
παρά τα ατίθασά του χρόνια
ήταν περιποιητικός πολύ,
ωραίος στο πρόσωπο, ως την υπερβολή !
τέσσερεις φορές τον φώναξα κοντά μου
- για το αλάτι, για κρασί, για δεύτερο ποτήρι νερό,
για κάτι ασήμαντο ακόμα -
για να τον βλέπω να κινείται στην άδεια σχεδόν αίθουσα
με άλλου χώρου παράστημα :
μηροί, μέση, κι ώμοι του ήλιου.
το στόμα μου σκλήρυνε με το που πλησίαζαν
τα χέρια του με το νευρώδη καρπό,
όταν, με θερμή χάρη, στα μάτια το χαμόγελο,
στο τραπέζι ερχόταν, για να φέρει τα ζητούμενα.
και τρώγωντας αφηρημένα, με γεύσεις άλλες
με αισθήσεις αιχμάλωτες, πυρετωδώς σχημάτιζα
λέξεις, ερωτήσεις που εύλογα ή μή θα μπορούσα να του κάνω
για την επαρχιακή αυτή πόλη, ερωτήσεις πονηρές
και λόγια που τ' άλεχτα εννοούν...
και χορτάτος σαν μέσα από όνειρο,
με την πρώτη απερισκεψία του κρασιού,
ξανά τον φωνάζω, και
κύμα το αίμα στο κεφάλι μου,
στο στόμα το γνώριμο αψυτέντωμα,
όπως, πρόθυμος πάντα, αλλά τώρα κυρίαρχα νέος
και συνειδητά επιθυμητός
με βήμα περιπαιχτικά αργό καταπάνω μου έρχεται.
ΣΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
δίπλα μου στάθηκε – ήρθε να σταθεί;
και το αμάνικο χέρι του, μακρύ, μέσα στον κόσμο της γιορτής
ένας ηλιόσταλτος πειρασμός.
σε λίγο οι ψαλμωδίες και τα λόγια των ιερέων τέλειωσαν,
σκορπίστηκε ο κόσμος.
τα μάτια μου χάσανε το αγόρι.
να ακολούθησε γνωστούς, όπως εγώ ;
να μπήκε στην εκκλησία για προσκύνηση ;
τα μάτια μου έγιναν δίχτυα, γύρους έφερνα.
και νάτος ξανά, όχι κοντά,
και πρώτη φορά είδα το σώμα του ολόκληρο:
κεφάλι σγουρό, σκούρο το δέρμα,
οι κνήμες ακάλυπτες, σκληρό βήμα αθλητού.
σ’ ένα χαιρετισμό που γνωστοί που απεύθυναν
χάθηκε πάλι – προς τα πού να πήγε ;
κάθησα σ’ ένα πεζούλι κεντρικά
κι όλο άγχος τα μάτια μου, αγώνας.
σ’ ένα τοιχίο μές στους θάμνους, ναί:
τα πόδια του, τα πόδια του αναγνώρισα.
να σηκωθώ δεν πρόλαβα και πήδηξε κάτω στο πλακόστρωτο,
κι από μακριά σταυρούμενα τα βέλη κοιταχτήκαμε
και
μια γρήγορη κίνηση του χεριού
ώ του μυώδους νεανικού αμάνικου χεριού
το πανηγύρι άνοιξε της βραδιάς
το πανηγύρι…
ΣΤΟ ΠΛΟΙΟ
στο ατέλειωτο ταξίδι για την Κάλυμνο
με δέκα δώδεκα νεαρούς έκανα παρέα,
νέοι πολύ, έφηβοι από χτες,
με μάτια κάρβουνα, με χέρια τολμηρά,
και με όνειρα που εγώ δεν είχα πια...
ο έρωτας ο ιδανικός σε άγνωστα νησιά.
ταξίδια ταξίδια ταξίδια εξωτικά,
παιχνίδια στο νερό,
η πάλη για μια κοπέλα,
η αναγνώριση.
συζητούσα με την παρέα όλη νύχτα,
μα νύσταζαν στο τέλος,
κι ένας ένας, σαν παιδιά ακόμα
αποκοιμήθηκαν.
κι ο τελευταίος, ο λίγο μεγαλύτερος
και τολμηρότερος
έμεινε κοντα μου.
κι από τα αστέρια ζητούσε εκμυστηρεύσεις,
κι από το κύμα πειρασμούς.
μα μελαγχολικά αδράνησα στην αρχή
μελαγχολικά αναπολούσα δε ξέρω τί καταστάσεις
κι αισθήματα λίγα μόνο χρόνια πίσω
αλλά ήδη απροσπέλαστα.
κορύφωση, πάντως, στα γρήγορα, έγινε.
κι όταν έφτασε το πλοίο,
δεν ξέρω από ποια τροπή
σαν κλέφτης
μόλις πάτησα προβλήτα, εξαφανίστηκα.