ΟΤΑΝ ΘΑΜΑΙ ΠΕΝΗΝΤΑ
όταν θάμαι πενήντα,
κι αμέσως σαν ν' ακούω τα λόγια του καθηγητή μας
που, σαραντάρης πια, σε μια διφορούμενη παρατήρησή μου,
με ύφος πολύ φυσικό μας αντέτεινε, πως σε κάθε ηλικία
νιώθει κανείς το ίδιο καλά.
αυτό το "καλά" ίσως να το τόνισε διφορούμενα, γιατί
στο επόμενο διάλειμμα
ανεκδοτολογικά συζητούσαμε τα παιδιά
αν θα είχε στύση ακόμα αυτός, και τί στύση θα ήταν αυτή,
σαραντάρης άνθρωπος, ευπαρουσίαστος μπορεί, αλλά σαραντάρης.
τα σαράντα μας φάνηκαν τότε σαν το τέρμα
των συναισθημάτων, το τέρμα του ερωτικού σκιρτήματος.
το τέρμα της ομορφιάς, οπωσδήποτε το τέρμα της ομορφιάς
του σώματός μας (ποιός από μας τους δυό κρυπτερωτικά θα
κοίταζε ποτέ έναν πενηντάρη ;)
όταν θάμαι πενήντα,
το πονηρό σου χαμόγελο εκείνης της στιγμής του διαλείμματος
θα βλέπω μπροστά μου πονηρό.
το πονηρό σου χαμόγελο, όπως αργότερα κατάλαβα,
τότε ακόμα ένα αθώο αίνιγμα:
δεν είχαμε αποτολμήσει να εξερευνήσουμε την αμοιβαία κλίση,
που έξοχη προθυμία θα κατέληγε, αν τολμούσε ο ένας απ τους δυό.
όχι: λέγαμε τότε για ιδανική φιλία και κοινωνία ψυχής.
τα σώματά μας - παρά τις στύσεις - χρόνια έμειναν ανέπαφα.
όταν θάμαι πενήντα,
πόσο θα με πληγώνει ακόμα η συναίσθηση του χαμένου χρόνου,
του χαμένου θησαυρού ;
ΟΥΣΙΑ
μια απουσία τριγυρίζει εδώ μέσα.
μια ανάμνηση - λίγα πολύτιμα δευτερόλεπτα -
αμείλικτα αναδύθηκε
και γκρέμισε τα πάντα!
το σώμα ρωτάει το νου γιατί πονάει,
ο φίλος ρωτάει το φίλο για την ουσία...
ΠΑΡΑ ΛΙΓΟ
δείλιασα δείλιασα δείλιασα,
κι ας με καλούσε
φωτεινή η ματιά, ευάλκιμο το σώμα
του εφήβου εδώ στο άγνωστο ακρωτήρι.
η θάλασσα κρατούσε την ανάσα της,
φόβος και πόθος διαφιλονικούν
για τους χτύπους της καρδιάς.
λυγίζει το σώμα και η ψυχή σπαράζει.
δείλιασα...
παράξενη βραδιά.
τώρα το σώμα μου σαν τόξο τεντωμένο,
άδεια χέρια τείνω στον ουρανό,
μην ξέροντας
αν κατάρα ή παράκληση,
ή ευγνωμοσύνη ψιθυρίζω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου