Τετάρτη 9 Μαρτίου 2011


ΝΕΟΣ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΣ

νέος είναι, με μέση για αγκάλιασμα, καλότροπος,
ούτε ίχνος απ την αυθάδεια
της νέας γενιάς που κατακτά τον κόσμο.
με χαμόγελο που θέλει να γοητεύει πάντα μου μιλάει,
και τα θαυμάσια, απροσδόκητα τριχωτά του χέρια να τονίζουν...
ίσως και τα μάτια του να σπινθηροβολούν,
μα να τα παρατηρήσω στα ίσα δεν βρήκα το θάρρος,
δεν βρήκα το θάρρος...

οι μέρες κυλούν,
στο νόμο των πιθανοτήτων
χάνω κάθε μέρα μια μονάδα,
εκείνος εξοικειώνεται, με άλλους συναδέλφους νέους δένεται.
πώς να φέρω, πού αφορμή να βρώ
από τα υπηρεσιακά μας τα περιορισμένα, τα προσωπικά του
να αγγίξω ;
για τ' όμορφο σώμα του κάτι να πώ,
αν έχει επιτυχίες να ρωτήσω, τέτοιο αγόρι !
να δέσω κάποιο ανέκδοτο.
κι αν απ την πρώτη έφοδο δεν ταραχτεί
(στα μάτια, στα χέρια προσοχή !)
με σοφές προφυλάξεις,
σε όλο πιο τολμηρά πεδία να περάσω,
σε υπονοούμενα πλάγια,
σε νύξεις προσωπικών εμπειριών,
σε πρόταση, στ' αστεία, κάπου μόνοι να βρεθούμε...

είναι και καταχείμωνο,
ούτε στη θάλασσα μαζί, ούτε για άθληση κοινή
μπορώ να τον καλέσω...

κι οι μέρες κυλούν.
το σώμα του, σαν έμμονη ιδέα, απόμακρο
στα όνειρά μου, ακίνητο.
χτες στο γραφείο τον φανταζόμουνα γυμνό,
ενώ μου μιλούσε, ενώ άηχα τα χείλη και τα χέρια του κινούνταν,
χάδια και φιλιά να δρέψω...
κι ορμητικά ηδονής κύματα έκλεισαν το λαιμό μου, το στόμα.
στο τέλος κάποιο έγγραφο υπέγραψα, μηχανικά.

θα περιμένω, κι ας κυλούν οι μέρες.
η άνοιξη δεν αργεί, αφορμή θα δοθεί,
κι αν όχι εκείνος, άλλος θα πειστεί
στο χάδι του ήλιου, στα ρίγη της θάλασσας,
τα νειάτα του να μου δανείσει,
από άνδρα ώριμο
να αντλήσει νέας ηδονής ολοκλήρωση.





ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΑΠΟΧΩΡΗΤΗΡΙΟ

ο χώρος σκοτεινός σα μαύρο ύφασμα αγυάλιστο
ανέδιδε οσμές
σπέρματος κι απευθυσμένου.

ήχοι υπόκωφοι, συγκρατημένη ανάσα,
τριβή ρούχων και σάρκας,
όλα ακούγονταν πνιχτά.

η αφή κυρίαρχη.
ζεστά ακροδάχτυλα ανέπλαθαν
ερωτικά ψηφιδωτά, κορμούς ολόκληρους
νέων ανδρών

με τα στητά τα τερατώδη πέη
να περιμένουν υγρά χείλη,
και ραγδαία
το σπασμότρητο πρωκτό…





Ο ΑΥΡΙΑΝΟΣ

παρέα τριών αγοριών
φωνές καθάριες, δυνατές.
κι όταν κάθισαν
στα φύλλα τα πεσμένα τα ξερά ένα στρώμα,
μηροί και κνήμες ένα γύρω
θάμπωσαν τη μέρα.
το άλσος σιώπησε
και ήμουνα ο μόνος, με γοητευμένα τα πουλιά
ο μόνος ευδαίμων θεατής.

κάθισαν λίγο, καπνίζοντας,
και για ομάδες λέγαν αθλητικές
και χαμηλόφωνα για φίλους ή συμμαθητές.
στο τέλος όταν σηκώθηκαν
ο ένας πιο ανοιχτά με κοίταξε
σαν διερευνητικό το βλέμμα
κι ελπίδα έκλυτη
με τύλιξε σα σε χάδι:

αύριο,
αν αύριο…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου