ΤΕΛΟΣ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ
ξάπλωσα σ' έναν ήλιο απάνεμο
ζεστό του φθινόπωρου.
καλακαίρι θρυλικό από το σώμα μου πέρασε
χωρίς ν' ασφήσει ίχνος
άλλο από κορεσμό επιθυμιών,
καταλάγιασμα κυνηγιού.
κι αν έφτασα και σήμερα εδώ
είναι γιατί τα αγόρια του καλοκαιριού
έγιναν μελαχροινά πολύ, ακαταμάχητα.
τα συμβατικά τους οράματα ηδονής
σ' εκατό πενήντα μέρες ήλιο καυτό ξέφτισαν
κι η ορμή τους τώρα
άλλα ζητάει,
τα πέρα απ αυτά που λέγονται
με κομπασμό σε κλειστή-κλειστή παρέα,
τα βήματα τα αδήλωτα στο άγνωστο :
ηδονογένεση των άκρων
σε δόσεις μικρές, και να κρατάει,
και να κρατάει...
ΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ
τους θεούς παρακαλούσα
να με σπλαχνιστούν.
μήνυμα δεν ήρθε, φίλος δεν φάνηκε.
τους θεούς παρακαλούσα.
βάδιζα με τον ήλιο,
ανθρώπους πολλούς να συναντήσω.
ελάχιστοι μου μίλησαν, κανένας δεν μου γελούσε.
βάδιζα με τον ήλιο.
σκεφτόμουνα με τις ώρες
διάφορα φιλοσοφικά συστήματα
- αν όχι σύστημα, τί μου λείπει; -
ηρεμία δεν έβρισκα, όλο πιο βαριά η σιωπή.
σκεφτόμουνα με τις ώρες.
κώνειο σ’ ένα κύπελλο
- ασημένιο το κύπελλο - για κάποιο τέλος.
ασημένιο αφού ήταν, δεν το ήπια, δεν θα το πιω.
άγρια χαρά σ’ ένα κύπελλο.
και μόλις έτσι νίκησα
ήρθες εσύ.
έσωσα τον εαυτό μου, δεν βοήθησες εσύ.
αλλά ήρθες, κάτι είναι κι αυτό.
ΤΟ ΛΙΒΑΔΙ
το λιβάδι :
από τα λίγα μέρη με αντίκρισμα ερωτικό μακριά από τη θάλασσα.
είχαμε πέσει στο πράσινο ακόμα χορτάρι του πρώιμου καλοκαιριού.
ποώδεις άκρες χάϊδευαν τα γυμνά μας χέρια, το λαιμό μας,
σε λίγο το γυμνό μας στήθος,
και την πλάτη μας προκλητικά έγλειφε ο ήλιος.
πληρότητα η ζωή, με το φίλο σου πλάι σου τέτοια μοναχική ώρα !
η φύση ήταν όλο ένταση.
νους και σώμα κινούνται ανήσυχα.
ένταση απλώνεται.
εικόνες επιθυμιών πρωτόγνωρες ανάβουν.
τάχα πως δεν χορταίνω το θαυμάσιο γύρω μας τοπίο,
κρυφοπαρατηρούσα τους μυς σου τους ηλιόχυτους...
λέγοντας και γελώντας καπώς άσχετα.
τους μυς σου τους ηλιόχυτους των ώμων,
της πλάτης σε καμπύλη τέλεια, ως τη ζώνη σου.
κι ας έλεγαν τα χείλη μου λόγια ανάλαφρα,
τα μάτια μου βάραιναν, θολά βάραιναν, και το στόμα μου
γέμιζε ήδονή, γέμιζε ηδονή τόση
που έπαψα λόγια να προφέρω.
κάτω από το σώμα μου το λιβάδι είχε γίνει η πιο ηδονική κλίνη.
βαριά, οδυνηρά δυνατά χτυπούσε η καρδιά μου στη σιωπή !
τότε μίλησες εσύ.
ταραγμένες φράσεις, τις έλεγες ανάλαφρα και χαμογελαστά.
ταραγμένα λόγια, και δεν κατάλαβα ο έρημος,
πως ίδια ήταν η ταραχή και των δυό, ίδια θολή ματιά,
ίδια η ροή της ηδονής στο στόμα,
ίδια η λαχτάρα και των δυό για στενότερη επαφή, ίδιος ο καημός.
ήθελα να σ' αγκαλιάσω, μα φοβόμουνα.
ήθελες να μ' αγκαλιάσεις, μα φοβόσουνα.
κρατούσαμε τη μοίρα στα χέρια μας, μια μοίρα κοινή,
δευτερόλεπτα μόνο:
αλλά μπροστά στο αβέβαιο: μην τραβηχτεί ο άλλος,
μη σπάσει ο ψυχικός δεσμός χρόνων, και φωλιάσει ντροπή
σε κάθε μας λόγο, από αύριο σε κάθε μας κίνηση,
με κόπο ανείπωτο, κλείσαμε τα μάτια, είπαμε όχι,
και η μοίρα, ανελέητη, προσπέρασε...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου