Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011


Ο ΤΟΥ ΕΝΟΣ ΜΗΝΟΣ 

τον είδα στη στάση,
νεαρό επαρχιώτη αδέξιο των πρώτων ωρών.
ως ποιά παραλία έφτανε η γραμμή, με ρώτησε,
κι αν ήταν η θάλασσα ρηχή,
και πόσο το εισιτήριο...
συνωστισμός μας χώρισε, και σ' όλη τη διαδρομή
την εύζωνη πλάτη του θαύμαζα, το σβέρκο του για χάδι,
το αδρόμαλλο κεφάλι,
κι ατέλειωτες εικόνες συνεύρεσης
αποείδα σε ριπές.

στην αμμουδιά γνωριστήκαμε καλύτερα.
κολύμπι δεν ήξερε, του έδειξα,
κρατούσα το πέτρινο σώμα του στην επιφάνεια του νερού,
τα δάχτυλά μου παιχνίδιζαν, το γέλιο του αυθόρμητο,
και ταραχή μου μεγάλη η αφή...

αλλά στο αιθέριο ηλιοβασίλεμα, που περίμενα νύξεις να του κάνω
στο ημισκόταδο, στους μαγικούς ορίζοντες μπροστά
που φέρνουν δυό νέους πιο κοντά,
νύξεις για φιλοξενία απόψε, απόψε και για μέρες,
πεζά μου διηγήθηκε πως μέρες μόλις πριν
είχε χτυπήσει γέρο διεφθαρμένο
που τον είχε πλησιάσει με "ανήθικο σκοπό"...

κι η μαγεία έσπασε.
για ένα μήνα φίλοι, απλοί φίλοι μείναμε.
το ωραίο σκληρό του σώμα, το αδρό πέος που στο νερό
με τόση οικειότητα κρατούσα,
στο όνειρό μου τα χάρηκα, μόνο στο όνειρό μου.



Ο ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ ΛΑΘΟΥΣ

στα χαμηλά υπονοούμενα
χαμογελούσες - τη σιωπή σου
χρωμάτιζε ένα βλέμμα ζωηρό,
σαν απογείωση.

σε κέντριση πιο θαρρετή,
πάντα κεί το χαμόγελο, αλλά πιο κλειστό
- η σιωπή φτάνει στα μάτια σου.
για δευτερόλεπτα πολύτιμα
ένα μυστήριο αξιώνει τη δική μου σιωπή.

κι αν γοητευτικό το μυστήριο,
με τολμηρά πια λόγια,
με δάχτυλα τρέμοντα τυχαία στον ώμο σου,
η σιωπή σου πυκνώνει, πυκνώνει,
και κάθε άλλο τυχαίο άγγιγμα
ώρες θέλει προμελέτη.

αλλά το παιχνίδισμα του λόγου συνεχίζεται.
προκλητικά σχεδόν, φύλλο χρυσόφυλλο η επίφαση,
αναδεύω οράματα ηδονής κοινής.
εδώ κοντά, ή κατακτώ ή όλα τα χάνω :
σε ώρες μέσα, αύριο, ναί, αύριο
για ηδονής ιδανικά θα μιλάει η σιωπή μου
ή για σπαραχτική συγγνώμη.



ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΟΨΕΙΣ 

κλείνοντας βιβλία στοχασμού,
με νέο φορτίο ακατέργαστο
ιδεών και σκέψεων
ανάκατα στο μυαλό,
πάντα τρομάζω.

πάντα τρομάζω :
σε τί κόσμο ζώ !
ο ίδιος εγώ, πώς ζώ !

πώς ζώ τη διπλή αυτή ζωή, την τριπλή αυτή ζωή
του άνδρα προς τη γυναίκα,
του άνδρα προς τους άνδρες,
του ποιητή ;  του ποιητή προς αυστηρούς αιώνες.

πώς αναλώνομαι έτσι, από σώμα σε σώμα, ατέρμονα
σε φρενίτιδα οργασμών ;
ποιά η κατάληξη με τα χρόνια ;

σωπαίνουν τα βιβλία, αλλά απάντηση θα βρώ σήμερα κιόλας,
σήμερα στην απόμερη αμμουδιά, όπου τα πέντε αρμυρίκια.
τ' απόγευμα, στο σώμα σου του ήλιου καύχημα,
απάντηση, στα μισάνοιχτα σου χείλη απάντηση θα βρώ.



ΟΙΚΟΔΟΜΗ

τους νεαρούς εργάτες απέναντι κοιτάζω στα κλεφτά.
όλη την ώρα τους παρατηρώ:
τα σγουρά τους μαλλιά, τους ώμους, τα χέρια,
τους μηρούς,
τους ηλιοκαμένους δυνατούς μηρούς του ενός,
τα χέρια, ενός άλλου τα μεγάλα χέρια.
του μάλλον νεώτερου τα μαύρα μαλλιά
και τη μυώδη καμπύλη των ώμων.
όλη την ώρα με ματιές κλεφτές
σαν από άνθρωπο αφηρημένο,
όλη την ώρα με μια δίψα
από τα χαλίκια της οικοδομής πιο ξερή.
ω την κάψα αυτού του ώμου
να σκύβει πάνω μου!
τα σκληρά μας στήθη,
ώμοι, χέρια και μηροί
σε μια διψασμένη ανάσα να ενώνονται!




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου