ΣΥΝΕΣΤΙΑΣΗ
κι όπως το βράδυ προχωρούσε στη νύχτα,
και πρόσωπα και λόγια ζωήρευαν,
πιο ελεύθερο το γέλιο, άπληστη γουλιά το κρασί,
νοητά σε απόσταση από τους άλλους, αναρωτιόμουνα
με πόσους, ή με ποιούς, με ποιόν απ αυτούς
θα ήθελα το ξημέρωμα να με βρει στο ίδιο κρεβάτι,
με ποιόν, με ποιούς ν' ανταλλάξω
λόγια ύπουλα, βλέμματα αβέβαια διερευνητικά,
ένα χέρι σκόπιμα σφιχτά στον ώμο,
με ποιόν θα έμπαινα στο απρόσωπο δωμάτιο,
από ποιόν ν' αντλούσα ηδονή, ηδονή σπάταλη,
σπίθες οριακές
μυς για μυς που να μην τρέμει από άκρατη αποδοχή
του άλλου,
σε ποιόν, αλήθεια, να παραδοθώ ;
αλλά απ την απομόνωση του ηδονιστικού οράματος
μ' απέσπασαν φωνές και γέλια, ξαναγινόμουνα
μέλος της παρέας, και γέλασα το ίδιο δυνατά με όλους, χωρίς να ξέρω,
από ανάγκη να επανενταχτώ, χωρίς να ξέρω το αστείο.
χωρίς να ξέρω ότι το αστείο εσένα αφορούσε,
το αθλητικό σου σώμα, κάτι υποψίες, κάποιο λογοπαίγνιο διφορούμενο,
το αθλητικό σου σώμα,
που αργά, πολύ αργά τη νύχτα,
απελευθερωμένο από φόβο κι αιδώ
και σαν δύσπιστο ακόμα στην ανακάλυψη ανύποπτης ηδονής,
ως το πρωί, αλύπητα, εξαντλητικά σχεδόν βάναυσα,
απ το δικό μου υποταγμένο σώμα, την ολοκλήρωση την καταδική του
θα ζητούσε.
Τ’ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΣΤΗ ΣΕΡΙΦΟ
ήταν να ανεβώ στη Χώρα,
να βρώ γαλήνη στη σιωπή των δροσερών στενών,
στην ανώνυμη τέχνη λευκών όγκων και τοίχων
απέναντι στην ανεμώδη απέραντη θάλασσα.
οι αμμουδιές, οι άγραφοι κολπίσκοι, τρεις μέρες
με κράτησαν εδώ κάτω αιχμάλωτο αυτόμολο
του επόμενου
και του επόμενου
και του επόμενου αγοριού.
λιτό ένα δωμάτιο στο λιμάνι
τα είδε όλα, στο ημίφως ηδονές υγρές ζεστού μεσημεριού,
τις νύχτες πιο αχαλίνωτο, πιο σκοτεινό το πάθος,
στον ήλιο το πρωί, δροσερά
οι συνευρέσεις με ξένα παλικάρια μοναχικά,
μα στον υπνόσακκο, μα σ’ ολογλάφυρα νερά,
κι ευγνώμων ποιητής σε ώρα αποχαδιού
να εξυμνώ νησί και σώματα και μέρα !
ψηλά η Χώρα απόμακρη,
το άγος της Μέδουσας αθέλητα θυμάται
και σιωπηρά επεύχεται ελευθερία κι ομορφιά
στις σπονδές, αρχαίω τω τρόπω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου