ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΑΤΕΛΕΙΩΤΟ
την πιο κρύα μέρα του χειμώνα,
με την άνοιξη, νά: στην άκρη του μονοπατιού,
μεσημέρια καλοκαιρινά οριοθετώ
για ώρες πολύ κλειστές,
σε αμμουδιά ονειρική σχεδόν έρημη και προφυλαγμένη.
και τα άγρια δάχτυλά μου της ηδονής
πότε στην άμμο χώνω βαθειά,
πότε στα σγουρά μαλλιά σου,
το αναπόφευκτο φθΙνόπωρο να εξορκίσω.
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗ ΒΡΟΧΗ
ήταν μια σύντομη ζεστή βροχή.
ντροπαλά να προφυλαχτείς είχες έρθει
στην εσοχή εδώ:
πλάτη, χέρια, ώμους βρεμένους,
και πόδια με άσπρη την άμμο κολλημένη
σε μύες και τένοντες μελαχροινούς
από μακρύ κι εφηβικό καλοκαίρι.
κοντά-κοντά καθίσαμε, μή φτάσουν οι σταγόνες.
σ' ένα τυχαίο άγγιγμα, στα λόγια πολλά πνιγμένο,
ελάχιστα τραβήχτηκες, να κάνεις χώρο τάχα.
αμέσως ο λόγος στέρεψε, ακούγαμε τη βροχή.
ανάσαινα βαθιά, τη Μοίρα να μαντέψω,
η ώρα η επόμενη πώς θάταν, η αντίδρασή σου, αν...
και πέφτει η βροχή και πέφτει σιωπηλά κι αραιώνει.
το χέρι μου δειλά γλιστρούσε στο μηρό μου,
σαν χάδι αφηρημένο, μα πιο δεξιά σα να μή μπορούσε.
και μείναμε έτσι, λίγο,
ώσπου
αυθόρμητα την ίδια ακριβώς στιγμή
με ήλιο νεόκλητο να λάμπει στα μαλλιά, στα μέτωπα,
γυρίσαμε και κοιταχτήκαμε, το βλέμμα θολό ήδη,
μισάνοιχτο το στόμα, γλώσσα βαριά
κι αχ ανάσα πνιχτή
από στύση αβάσταχτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου