ΣΤΟΝ ΑΠΟ ΑΛΛΗ ΦΥΛΗ
γυφτόπουλο δεκάξη-δεκαεφτά,
των λυγερόκορμων νέων της φυλής του ο ομορφότερος,
μελαχροινός, σαν ο ήλιος μόνο γι' αυτόν να καίει,
κατέβηκε στη θάλασσα, βούτηξε,
βγήκε σαν χάλκινος θεός,
κι αναποφάσιστος ανάμεσα στον πόθο και το πώς,
έρχεται αργοσάλευτα βράχο-βράχο πιο κοντά μου,
και στα κλεφτά χαϊδεύεται.
σε μια ανάσα απόσταση έφτασε
κι ακόμα με ζυγίζει.
κι όταν αναπάντεχα ταυτόχρονα
τα διερευνητικά μας χέρια, τρέμοντας, σμίγουν,
στο σφίξιμο το αμοιβαίο, το ηδονικά αργό,
τα μαύρα του μάτια κλείνει, και μ' ένα βήμα ακόμα,
στόμα προς στόμα,
παραδινόμαστε.
ΣΥΓΚΡΙΣΗ
ο ήλιος κυλούσε υγρός στην πλάτη του.
με το μακρύ σανίδι που σήκωνε
όλοι του οι μύες άνθισαν.
αγόρια του λυκείου
περνούσαν τάχα ατάραχα.
αργότερα,
στη θάλασσα, κρυφά τους ώμους,
την όλη κορμοστασιά των φίλων τους
με αυτό το σώμα θα συγκρίνουν…
θολή θα είναι η ματιά.
ΣΥΓΧΥΣΗ
σκοτείνιασε τ'απόγευμα ξαφνικά.
απ τη μικροσπηλιά
αν βγάλω το κεφάλι έξω, στον ουρανό θα χτυπήσω.
η θάλασσα κάτω μια άχρωμη μάζα.
απέναντι αστράφτει, μα ήχος δεν ακούγεται,
η παραλία κι απ τους λίγους άδειασε.
μ' αυτό τον καιρό, αδύνατο, δεν θάρθει.
σαν έμβρυο, ακίνητο, δεν περιμένω πιά.
αλλά η ελπίδα λύχνος αδύναμος,
μήπως σαν τη δίψα τη δική μου η δίψα του.
η ψάθα για δυό στρωμένη, για δυό ο χώρος,
για διάλογο χαδιών, για ανάσες δυό, για τα αλόγιστα φιλιά,
για επαφή ως τα έγκατα του εαυτού μας,
για ταύτιση, ταύτιση σωμάτων
σε μιά, σε μιά ηδονική κραυγή !
δεν θάρθει.
και τόσο τον ποθώ !
ζεστή απ την ανάμνηση του μεσημεριού ακόμα η σπηλιά.
και σαν να οδηγεί το χέρι του τα δάχτυλά μου,
το χάδι του νιώθω
το ευαίσθητο σφίξιμο στις θηλές
που σκλήρυναν.
και στο διογκούμενο κύμα της ηδονής
ο νούς, μιά όνειρο, μιά ώρα πραγματική,
διαχωρισμό δεν μπορεί πιά,
για το ποιό χέρι δικό μου, ποιό δικό του,
για το ποιό σώμα ποιό.
ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΗ
τον ομαδάρχη της διπλανής ομάδας
όταν αντίκρισα για πρώτη φορά,
άθελά μου τα μάτια μου το σώμα του ψαχούλευαν,
που τόνοιωθα όμορφο σαν αίλουρο.
άγνωστο γιατί, σώμα εφήβου πρώτη φορά
γλυκά με τάραζε, μυστηριωδώς γλυκά, δέκα χρονών παιδί.
δεν ήταν τα σγουρά μαλλιά του, πλούσια σε μέτωπο ήρωα,
το χνούδι στο άνω χείλος ελαφρό,
δεν ήταν η φωνή του η δυνατή,
τα χέρια του μεγάλα με τις αρτηρίες, τα νευρώδη πόδια,
ήταν το αυθόρμητα ωραίο,
ήταν ο παλμός του σώματός του, σαν οδηγούσε τη διπλανή ομάδα
στη θάλασσα - όλο και θα σκόνταφτα για να κοιτάζω
αυτό το σώμα το σφιχτό, σκουντήματα διπλανών δεν μ' ένοιαζαν,
αρκεί τα μάτια μου προσηλωμένα...
ήθελα νάμαι αδερφοποιητός του,
νάχουμε μυστικά κοινά, κρυψώνες,
έβλεπα τους δυό μας σε διαβίωση πρωτόγονη,
μόνοι στον κόσμο, σε ερημονήσι,
και να φυλάγω - σε ερημονήσι από ποιόν κίνδυνο ; -
την ώρα που θα γδυνόταν για να πέσουμε στη θάλασσα.
ζεστά, πυρωμένα τα μάγουλά μου,
το σώμα μου σε παράξενη γλυκιά παραλυσία τυλιγμένο, στη σκέψη ότι
κρυφά θα τον κοίταζα...
εβδομάδες τρεις του καλοκαιριού,
η φαντασίωση αυτή : νάμαι δίπλα του και
ένα-ένα τα ρούχα του να αποβάλλει,
συχνά με κυνηγούσε, απαγορευμένα, αμαρτωλά,
μα πρωτόγνωρα ελκυστική τόσο που γρήγορα εθίστηκα
δέκα χρονών παιδί,
στο άμορφο ακόμα σχήμα, το πέρα απ τον ορίζοντα :
παιδί, έφηβος, άνδρας, έντονα τη ζωή μου μ' αυτόν,
τον έφηβο, να ζούσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου