Κυριακή 20 Μαρτίου 2011


ΣΗΜΕΙΟ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗΣ

το σκοτάδι συμπύκνωνε μυρουδιές βαριές,
κόπρανα, ούρα, υγρασία, αποσύνθεση.
μα το σαν από άλλον κόσμο χέρι
που ζεστά τη μέση μου χάϊδευε,
σάρκα ζωντανή σε τεντωμένους μύς,
στη μαγεία της ώρας το χώρο αναιρούσε,
και το φιλί ήταν γληνόγλυκο πολύ,
το φιλί που, ένα τέταρτο αργότερα,
στο ήσυχο νεανικό δωμάτιο,
από απόλαυση ασήκωτη θα μ' έκανε να ανοίγω
τα σκέλη μου ατέλειωτα,
ατέλειωτα να θέλω να ανοίγομαι,
ταπεινωτικότατα να δοθώ !







ΣΤΑΘΜΟΣ

η νυχτερινή αμαξοστοιχία μόλις έφυγε,
στο κενό πέφτει ξαφνικά η άδεια αποβάθρα.
μείναμε λίγοι : άτονα βήματα πάνω-κάτω
σέρνουν τη νύχτα από κάθε κρυφή γωνιά
προς μάτια που κάτι ακόμα αναζητούν :

άλλος στέγη, άλλος παρέα, άλλος με
καυτή σάρκα επαφή, άλλος ηδονή παράφορα
ιδιότυπη, άλλος την ευκαιρία γι’ απάτη
και κλοπή.

βαθμιαία τα βήματα καταλήγουν σε ακινησία.
η πλάτη στον τοίχο αλλά βαρύ φορτίο
το κεφάλι.
απ τους δυό τρεις, σε ποιόν θα πέσει ο κλήρος
να γίνει πρόξενος ηδονής, σύντροφος ηδονής,
φίλος για μια νύχτα
στο φτηνό ξενοδοχείο απέναντι ;

γυμνοί στο κρεβάτι
με κερασμένες λέξεις, τί έχουμε να χάσουμε ;







ΣΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ

ελαφροέτρεχε
στη χλόη της νησίδας,
θεός εφήβων σ’ έναν κόσμο μηχανών,
προπόνηση να προλάβει;
ή για ανταγωνισμό με τ’αυτοκίνητα
σειρές ατέλειωτες σε κίνηση αιχμής…
ελαφροέτρεχε.

κι όλο πιο ξεκάθαρα,
απ τον καθρέφτη, ή στα πλάΙ μου κοντινά,
μπροστά μου έπειτα σαν έκλεινε ο δρόμος πιο πολύ,
τον παρακολουθούσα
ταραγμένος από άκρατη επιθυμία
αυτό το σώμα να σφίξω πάνω μου, με τους μυώνες αυτούς
να σμίξω να χαθώ
να παραφέρνομαι ξέφρενα.

βγήκ’ απ’ τ’ αυτοκίνητο,
πίσω του έτρεξα στην πράσινη νησίδα,
και φτάνοντας στο ύψος του
τον έπιασα στον ώμο
και χαμογέλασα.

σαν από ένστικτο κατάλαβα
πως χέρι στον ώμο και χαμόγελο θα τάλεγαν όλα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου