ΤΟ ΠΡΟΣΚΑΙΡΟ ΚΑΛΟ
από πρωί νωρίς τη μέρα εκείνη
άδεια τα μουσεία μας:
οι μαρμάρινοι έφηβοι μετουσιώθηκαν,
βγήκαν στους δρόμους.
και δρόμοι, πλατείες, οι κήποι του κέντρου,
τα ιερά άλση
αντηχούσαν από την ομορφιά τους,
από ήρεμα ή πονηρά χαμόγελα.
αχ, τί άσεμνη επίδειξη, θα είπαν μερικοί,
και τί ταραχή απειλεί την πόλη, τις κόρες μας,
τα αγόρια μας,
αν άμιλλα ευγενική τους έκανε να βγούν στον ήλιο
γδυτοί να σμίξουν
με τους νεοφερμένους.
πού πάμε;
άλλοι λέγανε πως οι Ελληνίδες
παν δεκαπέντε δεκαέξι χρόνια τώρα,
με έμπνευση κοινή
γέννησαν πάλι θεούς και ήρωες,
πως οι αρχαίοι θεοί μας γυρίζουν στον Όλυμπο
και πως αρχίζει, σήμερα κιόλας, μια νέα εποχή
για όλους μας.
αλλά εγώ πώς θα ζούσω, πώς θα πορευόμουνα
με τέτοιον πειρασμό;
με κάθε στιγμή μπροστά μου την πρόκληση
τη δίψα, την απελπισία
για τόση ηδονή απλόχερα διαθέσιμη,
για τέτοια σώματα
χωρίς επαύριο...
γιατί γρήγροα η πολιτεία έβαλε τάξη
στα όνειρα πολλών, στις χαρές πολλών.
με τον πρώτο πυροβολισμό – άνωθεν διαταγή –
η θωπεία του ήλιου, τα γέλια μαρμάρωσαν,
χέρια κόπηκαν και πέσαν πέτρες στο γρασίδι,
οι έφηβοι είχαν μαρμαρώσει πια για καλά.
τους βάλαν στα μουσεία με προσοχή και λύπη.
ήταν οι αυτοκτονίες πολλές για λίγες ώρες,
μα όλα στρώσαν τελικά
πριν ακόμα βραδιάσει
στους τύπους της παλαιάς ηθικής.
η μέρα εκείνη δεν ξεχάστηκε
αλλά σπάνια αναφέρεται.
όλοι μας κάτι το επλήψιμο κάναμε ή σχεδιάσαμε τότε.
πολλή ηδονή, πολλή ελευθερία είχαμε γευτεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου